Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ...

Ο ΘΑΛΑΣΣΟΣΦΥΡΙΧΤΗΣ-ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΛΕ'Ι'ΜΟΝΗΣ





Πόσα γνωρίζετε για τη νησίδα που είναι χτισμένη η πόλη του Αιτωλικού, τη λιμνοθάλασσα που το περιβάλλει, με το φυσικό και ζωικό της περιβάλλον, τις πελάδες, τους μύθους και τους θρύλους της περιοχής;
Ο Διονύσης Λειμονής στο νέο του βιβλίο για παιδιά "Ο θαλασσοσφυριχτής" από τις εκδόσεις Αρτέον μεταφέρει τον αναγνώστη στο ονειρικό περιβάλλον της πόλης του Αιτωλικού με τη λιμνοθάλασσά της και τις μοναδικές φυσικές ιδιομορφίες της χλωρίδας και της πανίδας της αλλά και του λαογραφικού πλούτου της περιοχής.
Μία συντροφιά τριών παιδιών της πόλης με καταγωγή από την περιοχή και ένα τέταρτο που θα προστεθεί αργότερα και ζει στην περιοχή, περιπλανιούνται στο θαυμαστό κόσμο της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού. Αρχικά αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και σκεπτικισμό όσα βλέπουν γύρω τους και ακούνε να λέγονται. Παρεξηγούν ακόμη και τον τέταρτο της συντροφιάς που αργεί να έρθει και να τους συναντήσει. Όταν όμως μαθαίνουν πως οι μεγάλοι έχουν κανονίσει γι' αυτούς μια εκδρομή στη λιμνοθάλασσα με βάρκα ενθουσιάζονται. Εκεί βλέπουν πολλά πράγματα άγνωστα για τα παιδιά της πόλης και μαθαίνουν πολλά από τον ντόπιο συνομήλικο ξάδερφό τους που ξέρει ακόμη και πώς να κουμαντάρει βάρκα μόνος του. Οι μεγάλοι συμβάλλουν και εκείνοι στην συμπλήρωση των γνώσεων των παιδιών για την περιοχή. Κάποια στιγμή οι τέσσερις φίλοι αποφασίζουν να βγουν μόνοι τους με τη βάρκα αλλά ο κακός καιρός τους παρασέρνει μακριά και χάνονται. Θα χρειαστούν μια εντελώς απροσδόκητη χείρα βοηθείας για να βρουν ξανά το δρόμο τους.


 Η ευγενική αντιπαράθεση της παράδοσης και του σήμερα κυριαρχεί στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Διονύση Λειμονή. Τα παιδιά της σύγχρονης πόλης καλούνται να διώξουν τους φόβους τους και να εμπιστευτούν περισσότερο το ένστικτό τους μέσα στη φύση. Ο ντόπιος ξάδερφος τους καμιά φορά εμπιστεύεται λίγο παραπάνω από όσο πρέπει τις δυνάμεις του. Ο συγγραφέας πλέκει έντεχνα στοιχεία από τον πολιτισμό της περιοχής (πανηγύρι Άι-Σιμιού, Αγίας Αγάθης-δύο από τα ονόματα των πρωταγωνιστών, μύθους της περιοχής, περιστατικά από την παλιά ζωή) με στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας (λεξιλόγιο τεχνολογίας, ηλεκτρονικές συσκευές που χρησιμοποιούν τα παιδιά καθημερινά, σύγχρονα κοινωνική ήθη) και το στοιχείο της περιπέτειας που πάντα γοητεύει τα παιδιά και θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον τους.
Η εξαιρετική εικονογράφηση της Δήμητρας Ψυχογιού συνδυάζει στοιχεία από τη λαϊκή και βυζαντινή παράδοση σε ένα μοντέρνο υβρίδιο με ζωντανά χρώματα και αισιοδοξία.

Ο ΘΑΛΑΣΣΟΣΦΥΡΙΧΤΗΣ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΛΕ'Ι'ΜΟΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΤΕΟΝ
ΣΕΛ. 36
2018

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ...

ΣΑΝ ΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΠΟΥΛΙΑ-ΙΩΑΝΝΑ ΚΥΡΙΤΣΗ-ΤΖΙΩΤΗ




Ένα βιβλίο που αναφέρεται σε μια ζωή άγνωστη για τα σημερινά παιδιά αλλά όχι εντελώς ξεχασμένη από τους μεγάλους είναι το καινούργιο βιβλίο της Ιωάννας Κυρίτση-Τζιώτη "Σαν τα ελεύθερα πουλιά".
Ο δωδεκάχρονος Χρήστος μεγαλώνει μαζί με την οικογένειά του σε ένα ορεινό χωριό των Τζουμέρκων στις αρχές της δεκαετίας του '60. Ο πατέρας του διατηρεί ένα μπακάλικο και η μητέρα του βοηθά στο μαγαζί και ασχολείται κυρίως με την ανατροφή των παιδιών, του Χρήστου και των δύο κοριτσιών. Ο Χρήστος επιχειρεί την πρώτη του επανάσταση όταν αρνείται να συνεχίσει το σχολείο όπως θέλει ο  πατέρας του και μετά να σπουδάσει. Ο ίδιος επιθυμεί να γίνει αγρότης ή κτηνοτρόφος στο χωριό. Τελικά πείθεται να συνεχίσει το σχολείο. Όταν πηγαίνει στο οικοτροφείο από την πρώτη κιόλας ημέρα μπλέκει σε περιπέτειες που θα τον κάνουν να εξαφανιστεί τη δεύτερη μέρα μαζί με έναν συμμαθητή του. Όταν μαθαίνει τα νέα ο πατέρας του καταρρέει λόγω της εύθραυστης υγείας του, κάτι που δεν γνωρίζει η οικογένειά του. Ο Χρήστος, τυχερός μέσα στην ατυχία του, καταλήγει στην Αθήνα να περιθάλπεται από το νεαρό Λευτέρη, που διώκεται λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων και τους πιστούς του φίλους με αμνησία. Θα καταφέρει να θυμηθεί ξανά ο Χρήστος την ταυτότητά του και να γυρίσει πίσω στους δικούς του που το χρειάζονται περισσότερο από ποτέ;


Η συγγραφέας μάς δίνει ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο της παλιάς ζωής, ασπρόμαυρο και περιεκτικό σαν παλιά τσαλακωμένη φωτογραφία. Από τα μάτια του αναγνώστη περνούν η αρχέγονη ζωή της ελληνικής επαρχίας που έχει πια χαθεί, τα έθιμα και ο παραδοσιακός τρόπος ζωής σε αντιπαράθεση με την ζωή στην πόλη, τις πολιτικές και κοινωνικές ταραχές της εποχής. Πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ζωή, πάντα τόσο ίδια και τόσο διαφορετική ταυτόχρονα. Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από όλους, μεγάλα παιδιά, εφήβους και ενήλικες.

Ιωάννα Κυρίτση-Τζιώτη
Σαν τα ελεύθερα πουλιά
Εκδόσεις Παρρησία
2018
σελ. 144

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΚΩΣΤΗΣ Α. ΜΑΚΡΗΣ

Πώς έγραψα το βιβλίο μου
«Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια»
(Κείμενο και εικόνες: Κωστής Α. Μακρής, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Ιούλιος 2015)




Μαγειρεύω μερικές φορές. Τις περισσότερες φορές ξεφεύγω από τη
συνταγή και βάζω υλικά που νομίζω ότι θα κάνουν το φαγητό που ετοιμάζω
πιο νόστιμο, για μένα κυρίως.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα γραπτά μου.
Έχω μια αρχική ιδέα, κάτι σαν συνταγή ή σκοπό και στόχο, και αρχίζω να
γράφω.
Στην πορεία δημιουργούνται εικόνες, σκέψεις και θέσεις που νομίζω ότι
είναι καλό να τις εκφράσω.
«Η Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» γεννήθηκε σαν ιδέα βλέποντας
αρκετά παιδιά να υποτάσσονται στη λειψή τους αυτοπεποίθηση και να μην
τολμούν να κάνουν πράξη αυτά που σκέφτονταν ότι θα ήθελαν να κάνουν.
Έχω δει πολλά παιδιά στην ηλικία από 3 μέχρι 9-10 χρόνων να έχουν πολύ
εύκολο το «δεν μπορώ».
Από μικρός σκεφτόμουνα ότι αυτό το «δεν μπορώ» ξεκινάει κι από μέσα
μας αλλά και απ’ έξω μας.
Παρ’ όλο που είχα αρκετή ενθάρρυνση απ’ τους δικούς μου, πολλές φορές
άκουσα «ασ’ το αυτό, θα το σπάσεις» ή «άσε το πριόνι, θα κοπείς».
Δεν θέλω να πω ότι μεγαλώνοντας δίνω μια βαριά κρυστάλινη κανάτα
γεμάτη νερό σ’ ένα παιδάκι να τη μεταφέρει ή τσεκούρια, πριόνια
(χειροκίνητα ή ηλεκτρικά) σε μικρά παιδιά για να τα ενθαρρύνω στην
ξυλουργική που τόσο αγαπάω.
Φροντίζω όμως να είμαι όσο γίνεται πιο ενθαρρυντικός.
Η αφορμή για να ξεκινήσω την «Εβίτα που νίκησε τα Αποθαρρύνια» ήρθε
μια βραδιά που φτιάχναμε κουλουράκια μαζί με τη μεγάλη μας εγγονή και
εκείνη προσπαθούσε να φτιάξει κουλουράκια όμοια με της γιαγιάς της.
Κάποια στιγμή θύμωσε που δεν μπορούσε να τα κάνει «τόσο τέλεια» αλλά
είχε ταυτόχρονα πεισμώσει και συνέχιζε.
Είδα τότε τα Αποθαρρύνια να παλεύουν με τα Ενθαρρύνια και να νικούν
τελικά τα Ενθαρρύνια.
Οι άλλοι χαρακτήρες-ήρωες της ιστορίας μου ήρθαν μετά να
συμπληρώσουν την «Ενθαρρυντική συμμαχία» της Εβίτας που ήθελε να
φτιάξει μόνη της τα γλυκά για την «επέτειόζμας» της γιαγιάς και του παππού.
Πρώτα εμφανίστηκαν τα φριχτά Αποθαρρύνια που έλεγαν εκείνα τα
απαίσια λόγια («δεν μπορείς, δεν θα τα καταφέρεις»,«όλο ζημιές θα κάνεις»,
«είσαι μικρή και ανόητη») κι αμέσως μετά ήρθε να ενισχύση τη θέληση της
Εβίτας ο Πανταμπορής, με μορφή φτερωτού σκαντζόχοιρου, και μια στρατιά
από Ενθαρρύνια, με μορφή μασουριών κανέλας.
Μετά, καθώς προχωρούσε η ζαχαροπλαστική της μικρής Εβίτας, άρχισαν
να εμφανίζονται τα ποικίλα Προσπαθόντα ως βοηθοί, ο Ακουναμαθαίνης με
τις καλές συμβουλές του, τα Καντοξανά που επέμεναν στην αξία της
επανάληψης ως οδηγού προς την τελειότητα, ο Αχ-Τικαλά με τα ενθουσιώδη
επαινετικά λόγια και τα Γλυκόλογα που με γλυκό τρόπο επεσήμαιναν κάποια
λάθη.

Και στο τέλος, αφού είχαν φτιαχτεί με τον καλύτερο τρόπο τα γλυκά,
εμφανίστηκαν οι τρεις Μεγάλες Μπορούσες για να επιβραβεύσουν με τα
στέματά τους την αυτοπεποίθηση και το δημιουργικό πείσμα της Εβίτας.
Τα «τραγούδια» τής ιστορίας γράφτηκαν εκ των υστέρων και ομολογώ ότι
με δυσκόλεψαν αρκετά. Ήθελα να είναι αστεία και ενδιαφέροντα χωρίς να
είναι γλυκερά αλλά ούτε και ακατανόητα σ’ ένα μικρό παιδί.
Το βιβλίο πέρασε από διάφορες μορφές.
Από την πρώτη γραφή μέχρι την έκδοσή του πέρασαν περίπου τρία
χρόνια.
Δεν εννοώ ότι το δούλευα τρία χρόνια συνεχώς αλλά στο διάστημα αυτό
έκανα αρκετές αλλαγές καθώς ο χρόνος μάς ωριμάζει ως αναγνώστες και
κριτές τού ίδιου μας του έργου.

Κωστής Α. Μακρής
Σεπτέμβριος 2018

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΕΛΕΝΗ ΔΙΚΑΙΟΥ


ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙΑ ΜΕ ΤΑ ΝΑΥΤΙΚΑ

 

     

Γεννήθηκα στην Νέα Ιωνία , τον προσφυγικό συνοικισμό του Βόλου.  Μεγάλωσα  με  ιστορίες  για την Σμύρνη και την Μικρασία , αναμνήσεις  των ανθρώπων γύρω μου  που  απλώνονταν  μαζί με την μυρωδιά του καφέ  τα χειμωνιάτικα απομεσήμερα και του νυχτολούλουδου   τα δειλινά του καλοκαιριού , μπλέχτηκαν με τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων  κι έγιναν και δικές μου αναμνήσεις .
  Έτσι όπως έγινε δική  μου η Σμύρνη, η πόλη της γιαγιάς και της μητέρας μου.  Η Σμύρνη   ήταν εκείνη που με έκανε   να γράψω το πρώτο μου βιβλίο  «και για παιδιά». Αφορμή  στάθηκε ένας διαγωνισμός Παιδικού Εφηβικού Μυθιστορήματος  τον οποίο  είχε προκηρύξει η ΄Ενωση Σμυρναίων Αθηνών  το 1990.Θέμα του η Μικρασία, οι πρόσφυγες, η ζωή τους πριν και μετά την καταστροφή.
 Αποφάσισα   να  πάρω μέρος στον διαγωνισμό παρόλο που   ήταν   η πρώτη φορά που θα  έγραφα για έφηβους και παιδιά αναγνώστες.Έτσι έγραψα «Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά».   Οι συγγραφείς λέμε πως κάθε βιβλίο είναι ένα κομμάτι  απ’ τον εαυτό μας , τα « Κοριτσάκια με τα ναυτικά» είναι για μένα κάτι περισσότερο, η  μαγική συγκυρία χάρη στην οποία ανακάλυψα    πως μπορώ  να «μιλήσω»    την γλώσσα των εφήβων και των παιδιών, αυτή που καταλαβαίνουν και οι μικροί και οι μεγάλοι  


 Από τότε μέχρι σήμερα ακόμη κι  όταν θέλω να πω πράγματα στους μεγάλους αντί να τα  λέω απευθείας σ΄ αυτούς ,   τα λέω μέσα απ΄ τα παιδιά τους. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε που να θέλεις να πεις και η γλώσσα των παιδιών να σου στέκεται εμπόδιο . Αυτό που είναι που κάνει την Παιδική Λογοτεχνία αληθινά  γοητευτική, το ότι έχει τη δυνατότητα και τη δύναμη να εμπεριέχει την λογοτεχνία για μεγάλους.
Ελένη Δικαίου




Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ













Την Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018 το Παιδαγωγικό τμήμα του ΕΚΠΑ και η μεταπτυχιακή κατεύθυνση Λογοτεχνία με υπεύθυνη την καθηγήτρια Βίκυ Πάτσιου πραγματοποίησαν στο κτίριο του παλιού Πανεπιστημίου ημερίδα για τα 40 χρόνια προσφοράς του συγγραφέως Μανου Κοντολέων στην ελληνική λογοτεχνία.
Το αμφιθέατρο ήταν κατάμεστο από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα που ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της ημερίδας. Ελπιδοφόρα ήταν η παρουσία πολλών νέων ανθρώπων, κυρίως φοιτητών, που παρακολούθησαν με ενδιαφέρον και προσήλωση τις εισηγήσεις των διακεκριμένων ομιλητών από την αρχή μέχρι το τέλος. Άλλωστε πολλά από τα έργα του συγγραφέως αφορούν τα παιδιά, τους εφήβους και τους νέους.
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν και ανέλυσαν πολλές πτυχές του έργου του Μάνου Κοντολέων.
Πιο αναλυτικά:

Αναλυτικό Πρόγραμμα

ΤΡΙΤΗ 27 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018

09:30-10:00 Προσέλευση και εγγραφή συνέδρων
10:00-10:30 Χαιρετισμοί
Ναπολέων Μαραβέγιας, Αναπληρωτής Πρύτανη Διοικητικών Υποθέσεων, Ε.Κ.Π.Α., Θωμάς Μπαμπάλης, Κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών της Αγωγής, Ε.Κ.Π.Α., Βίκυ Πάτσιου, Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Τμήματος ΔημοτικήςΕκπαίδευσης, Ε.Κ.Π.Α., Γιώργος Χουλιάρας, Πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων, Βασιλική Νίκα, Πρόεδρος του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου
ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Θωμάς Μπαμπάλης
10:30-10:50 Βίκυ Πάτσιου, «Μάνος Κοντολέων: Σταθμοί στη συγγραφική του πορεία»
10:50-11:10 Τζίνα Καλογήρου, «Πολύτιμα δώρα: Ο Μάνος Κοντολέων στον μαγικό καθρέφτη του παραμυθιού»
11:10-11:30 Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου, «»Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω»: Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στα εφηβικά μυθιστορήματα του Μάνου Κοντολέων»
11:30-11:50 Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, «Ο «Άλλος» σε βιβλία του Μάνου Κοντολέων για παιδιά και εφήβους»
11:50-12:10 Δημοσθένης Δασκαλάκης «Κρίση και παιδική ηλικία: το κοινωνιολογικό παράδειγμα στο έργο του Μάνου Κοντολέων»
12:10-12:30 Χάρης Μπαμπούνης – Γιούλα Κωνσταντοπούλου, «Χρόνος-μνήμη, πρόσληψη της ιστορίας και αφηγηματική λειτουργία: Μάνος Κοντολέων, Ο χαρταετός της Σμύρνης»
12:30-12:50 Διάλειμμα και καφές
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Βίκυ Πάτσιου
12:50-13:10 Θανάσης Τριαρίδης, «Μάνος Κοντολέων: από τη δεδομένη κανονικότητα στη διεκδικούμενη ταυτότητα»
13:10-13:30 Βαγγέλης Ηλιόπουλος, «»Ο μικρός Μάνος κι η μαγική μπέρτα» ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μια πρώτη γνωριμία των
παιδιών με το έργο του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων, βασισμένο στα αυτογραφικά στοιχεία και στις αναπαραστάσεις της παιδικής ηλικίας στα κείμενά του για παιδιά σχολική ηλικίας»
13:30-13:50 Κωνσταντίνα Τσώλη – Θωμάς Μπαμπάλης, «Προτάσεις δημιουργικής αξιοποίησης του ανθολογίου: ένα παράδειγμα εφαρμογής στο κείμενο «Αποκριάτικη Ιστορία» του Μάνου Κοντολέων»
13:30-13:50 Αλεξάνδρα Ζερβού, «Οι κλασικοί και ο Μάνος Κοντολέων: Αναγνώσεις, Αναδιηγήσεις, Αναμετρήσεις»
13:50-14:10 Διαμάντη Αναγνωστοπούλου, «Αμαρτωλή πόλη ή Αμαρτωλή πολιτεία: η αποτύπωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στο εφηβικό μυθιστόρημα του Κοντολέων»
14:10-14:30 Μένη Κανατσούλη, «Αναζητώντας τα όρια του σώματος στην Ιστορία ευνούχου του Μάνου Κοντολέων»
14:30-15:00 Διάλειμμα και γεύμα
ΤΡΙΤΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Πρόεδρος: Τζίνα Καλογήρου
15:00-15:20 Ανδρέας Καρακίτσιος, «Αναγνώσεις ετερότητας στο έργο του Μάνου Κοντολέων»
15:20-15:40 Μαίρη Δημάκη-Ζώρα, «Ταυτότητα και θεατρικός ρόλος στο έργο του Μάνου Κοντολέων Μάσκα στο Φεγγάρι. Η ανάδυση της
προσωπικότητας μέσα από το προσωπείο»
15:40-16:00 Γιάννης Παπαδάτος, «Ο μαγικός ρεαλισμός σε έργα του Μάνου Κοντολέων»
16:00-16:20 Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή, «Ο μονόλογος της Κασσάνδρας στη Μαύρη Άμμο: συνέπεια και αποκλίσεις από τον μύθο
του λογοτεχνικού προσώπου»
16:20-16:40 Τασούλα Τσιλιμένη, «Συνομιλώντας με τους κλασικούς: Η περίπτωση του Μάνου Κοντολέων (Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα όταν ακόμα ήταν παιδί και νέος άντρας)
16:40-17:00 Χρύσα Κουράκη, «Η Κασσάνδρα στην Αμαρτωλή πόλη: η αναζήτηση δυο ηρωίδων και της πορείας εξέλιξης-ενηλικίωσής
τους»
17:00 Μάνος Κοντολέων Έψαχνα πάντα τις λέξεις
Ερωτήσεις-συζήτηση

Συντελεστές

Επιστημονική Επιμέλεια: Βίκυ Πάτσιου, ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Π.Τ.Δ.Ε. / Ε.Κ.Π.Α.
Επιμέλεια και Οργάνωση Θεατρικών Δρώμενων: Τάκης Τζαμαργιάς, ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, Ε.Ε.Π. Π.Τ.Δ.Ε / Ε.Κ.Π.Α.
Διαβάζει ο ηθοποιός Πατρίκιος Κωστής
Τεχνική Υποστήριξη: Γιώργος Κουτρομάνος, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Π.Τ.Δ.Ε / Ε.Κ.Π.Α.
Γραμματειακή Υποστήριξη: Χριστίνα Δράκου, Υπ. Δρ.

Η ημερίδα έκλεισε με ομιλία του ιδίου του συγγραφέως για τα 40 χρόνια της λογοτεχνικής του δημιουργίας.
Πολλά συγχαρητήρια στους διοργανωτές για την άρτια διοργάνωση!

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΟΣΤΑΘΗ


Τελικά θα γράψουμε τεστ;




Οι ιδέες για τα βιβλία μου συνήθως με βρίσκουν στα πιο απίθανα σημεία: σε περιπάτους στη γειτονιά, πάνω από μια κατσαρόλα στην κουζίνα, σε μια ανάπαυλα της δουλειάς ή ενώ οδηγώ. Και συνήθως δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον τόπο, τον χρόνο ή την περίσταση που επιλέγουν να εμφανιστούν.
Στο Τελικά θα γράψουμε τεστ; το πράγμα λειτούργησε εντελώς διαφορετικά. Η ιδέα για αυτό το βιβλίο μού ήρθε εκεί ακριβώς που θα περίμενε κανείς: σε ένα παιδικό δωμάτιο – της μεγάλης μου κόρης συγκεκριμένα, που τότε ήταν ακόμα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Εκεί πρωτοεμφανίστηκε στο κεφάλι μου ένας πιτσιρικάς –Βασίλη τον βάφτισα αργότερα– που, στην προσπάθειά του να αποφύγει το διάβασμα, βρίσκει έναν τρόπο να τρυπώσει στο μυαλό της δασκάλας του για να δει αν εκείνη θα βάλει την επόμενη μέρα τεστ στην τάξη του. Τον τρόπο δεν τον είχα βρει, υπέθεσα γενικά και αόριστα ότι θα επρόκειτο για κάποιου είδους συσκευή που θα διάβαζε τη σκέψη, είχα όμως ήδη σκιαγραφήσει την εικόνα της δασκάλας, της κυρίας Περσεφόνης – για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, εκείνη επέλεξε να μου συστηθεί με το καλημέρα. Ήταν μια κυρία κοντά στη σύνταξη, μοναχική, κάπως παλιομοδίτισσα στις διδακτικές μεθόδους της και φαινομενικά βαρετή. Κουρασμένη από τη ζωή, αλλά –ήμουν σίγουρη– με μια κρυφή φλόγα, μια –απωθημένη ίσως– επιθυμία για περιπέτεια. Μπαίνοντας μες στη σκέψη της –κι αυτό το ήξερα εξαρχής–, ο Βασίλης θα ανακάλυπτε μια τελείως διαφορετική δασκάλα από εκείνη που ήξερε, μια κυρία Περσεφόνη που θα σκεφτόταν τα πάντα εκτός από το αν την επόμενη μέρα θα έβαζε τεστ στους μαθητές της. Και κάπως έτσι ανάμεσα στους δυο τους θα διαμορφωνόταν ένα νέο είδος επικοινωνίας, μια συνωμοτική σχέση αμοιβαίας επίγνωσης κι αλληλοκατανόησης.
Η ιδέα για εκείνη την ιστορία έμεινε αδρανής για πολύ καιρό στο μυαλό μου, συγκατοικώντας με άλλες, πιο ετοιμοπόλεμες. Στη χάση και στη φέξη όμως αναδυόταν μια νέα σκηνή: η κυρία Περσεφόνη στην κουζίνα της να ετοιμάζει σαλάτα, η κυρία Περσεφόνη να μαρσάρει στους δρόμους, η κυρία Περσεφόνη να αγοράζει μακαρόνια και ρύζια στο σούπερ μάρκετ. Εξακολουθούσαν ωστόσο να λείπουν μερικά κομμάτια, όπως και μια φωνή, εκείνη που θα έδινε τον ρυθμό, τον τόνο στην αφήγηση.
Είχαν περάσει κοντά δυο χρόνια από την αρχική μου ιδέα όταν μια μέρα τα παιδιά μου με ρώτησαν, με αφορμή κάτι που είχαν ακούσει: «Μαμά, γίνεται ένας άνθρωπος να διαβάζει μυαλά;» Δε συνέδεσα εξαρχής εκείνη την κουβέντα με τη μισοτελειωμένη ιστορία που αναπαυόταν ήσυχη σε μια γωνιά του μυαλού μου, αλλά αυτές οι δυο λέξεις, «διαβάζει μυαλά», μου φάνηκε ότι διέθεταν μες στην απλότητά τους μια απίστευτη δυναμική. Συχνά, σε ανύποπτο χρόνο, τις ανακαλούσα και πάντα εντυπωσιαζόμουν από την ισχύ τους μέσα μου. Ώσπου ένα πρωί σαν όλα τ’ άλλα, έχοντας μόλις καθίσει στο γραφείο μου να δουλέψω, συνειδητοποίησα ότι οι δυο εκείνες λέξεις ήταν αυτό ακριβώς που ζητούσα, ο μοχλός, η κινητήρια δύναμη, που θα ενεργοποιούσε την αδρανή ιστορία μου: Βλέπετε, ένα παιδί, και μάλιστα ζωηρό και σκανταλιάρικο σαν τον ήρωά μου τον Βασίλη, δε θα μιλούσε ποτέ για μια συσκευή που «διαβάζει τη σκέψη» αλλά για μια συσκευή που, έτσι απλά, αυτονόητα, ανεξήγητα, μαζικά, χωρίς περιττές περιγραφές και ατέλειωτες διευκρινίσεις, με το πάτημα ενός και μόνο πλήκτρου, «διαβάζει μυαλά»! Με τον ίδιο τρόπο που «παίζει τραγούδια», «στέλνει μηνύματα» ή «δείχνει ταινίες».
Ξαφνικά, ολόκληρη η ιστορία αναδύθηκε μπροστά μου. Παράτησα ό,τι έκανα κι άρχισα να γράφω. Η αμεσότητα εκείνης της φράσης στάθηκε ο οδηγός μου για το ύφος και τον τόνο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και με οδήγησε στην απόφαση η συσκευή «ανάγνωσης της σκέψης» να είναι κάτι απλό, καθημερινό και οικείο, ίσως ένα εξελιγμένο είδος τάμπλετ. Όσο για τους ήρωές μου, ήταν σαν να τους ήξερα από πάντα – κι όχι μονάχα επειδή τους φιλοξενούσα τόσον καιρό μες στο κεφάλι μου. Ο Βασίλης κι η ανάγκη του να μετατρέψει ένα βαρετό απόγευμα κλεισμένος στο διαμέρισμα σε μια φανταστική περιπέτεια εξωφρενικών διαστάσεων με πήγαινε κατευθείαν στον δικό μου παιδικό εαυτό. Και η έξω απ’ το σχολείο κυρία Περσεφόνη, έχοντας απεκδυθεί τον μανδύα της αυστηρής δασκάλας, μ’ ένα σωρό έγνοιες, αγωνίες, επιθυμίες και συναισθήματα, μου ήταν τόσο οικεία όσο κι οι δυο δάσκαλοι με τους οποίους πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία – οι γονείς μου.
Γράφοντας εκείνο το πρωί, είδα πολλά επιμέρους ζητήματα να αναδύονται στην επιφάνεια της ιστορίας μου – η τεχνολογία και τα όριά της, η σχέση δασκάλου-μαθητή, η ευκολία με την οποία βάζουν προσωπεία οι άνθρωποι, η μετανάστευση των νέων σε άλλες χώρες, οι προσδοκίες των γονιών για τα παιδιά τους, η μοναξιά κάποιων μεγάλων ανθρώπων. Μικρά ή μεγάλα, δεν ήταν στις προθέσεις μου να τα τραβήξω, να τα ξεχειλώσω, να διδάξω κάτι μέσα από αυτά. Το ζητούμενό μου ήταν να πω μια διασκεδαστική ιστορία που ωστόσο δε θα απέφευγε ούτε την πραγματικότητα ούτε τις όποιες συναισθηματικές της προεκτάσεις. Όσο για οριστικές και μονοσήμαντες απαντήσεις, αυτές προτίμησα να τις αποφύγω μέχρι τέλους. 


Η ιστορία γράφτηκε μέσα σε μία μόνο μέρα. Δεν έφαγα, δεν ξεκουράστηκα, δεν ασχολήθηκα με τη δουλειά μου, δεν έκανα τίποτ’ άλλο ώσπου να τη δω να ολοκληρώνεται. Λες κι αν την εγκατέλειπα θα με εγκατέλειπε κι αυτή. Και μετά την άφησα λίγο να ξεκουραστεί και, ως συνήθως, τη διάβασα ξανά και ξανά, μόνη μου αλλά και στους δικούς μου ανθρώπους, δεκάδες φορές. Κι όσο περισσότερο τη διάβαζα και τη διόρθωνα, τόσο ευκρινέστερα παγιωνόταν μέσα μου ό,τι υποσυνείδητα είχα αντιληφθεί ήδη από την ώρα που την πληκτρολογούσα στον υπολογιστή: ότι αυτό το κείμενο έμοιαζε να έχει γραφτεί για να το εικονογραφήσει η Ναταλία Καπατσούλια. Όπως αποδείχτηκε, δεν ήμουν η μόνη που έκανε αυτή τη σκέψη, και πράγματι την εικονογράφηση του Τεστ την ανέλαβε η Ναταλία. «Την κυρία Περσεφόνη την ξέρω!» μου έγραψε όταν έλαβε και διάβασε το κείμενο. Κι αυτή της η κουβέντα μού ήταν παραπάνω από αρκετή για να είμαι σίγουρη πως η ιστορία μου είχε πάει στα κατάλληλα χέρια.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΙΩΑΝΝΑ ΚΥΡΙΤΣΗ-ΤΖΙΩΤΗ


ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

                         
 ΜΟΝΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΧΗ





            Ακουμπώντας το ακουστικό στη συσκευή, αμέσως μετά το δεύτερο στη σειρά τηλεφώνημα, το συνειδητοποίησα. Ο Βασίλης  θα έμενε για όσο χρειαζόταν  στο χωριό του, κοντά στην άρρωστη μάνα του, η Μαρίνα μου αλλάζοντας τελευταία στιγμή το πρόγραμμά της, στην Αγγλία κι εγώ μόνη, ολομόναχη στο σπίτι, Χριστουγεννιάτικα! “Άλλαξε η εξεταστική βρε μαμά! Πρέπει να μείνω εδώ να διαβάσω αν θέλω να περάσω το μάθημα, μου είπε, αφήνοντας με να ψιθυρίζω κάμποσα ξεψυχισμένα “δεν πειράζει αγάπη μου! Πάνω απ' όλα το διάβασμά σου. Εσύ να είσαι καλά”!
            Παρότι δεν ήμουν και συνεχίζω να μην είμαι από τους τύπους που παθιάζονται  με τις γιορτές κι όλα τα υπερβολικά που τις ακολουθούν, ίσως γιατί  στο σχολείο ζούσα πιο πολύ τη μαγική ατμόσφαιρα της προσμονής των γιορτών όπως τα παιδιά, θυμάμαι πως δε μου καθότανε καλά η όλη εξέλιξη. Ναι ήμουν μόνη. Και μάλλον θα περνούσα μόνη όλες τις γιορτές. . Ήταν Χριστούγεννα! Όλα το φώναζαν.  Η μυρωδιά από τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρανα που σπάζοντας μου τη μύτη, πάσχιζαν φιλότιμα να γλυκάνουν  τη μοναχική θλίψη μου, οι κάρτες με ευχές στο τραπεζάκι και κυρίως το δέντρο.  Μεγάλο, φουντωτό, με περίμενε υπομονετικά  καταμεσίς του καθιστικού. Κάθε χρονιά σαν το έστηνα, σκεφτόμουν ποιο βλακώδες σκεπτικό με έκανε να αγοράσω ένα τόσο μεγάλο δέντρο, αλλά εκείνη τη στιγμή ειδικά βλέποντας το  γυμνό από  στολίδια με τα φωτάκια του να αναβοσβήνουν ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά του, μιας κι αυτά μονάχα είχα προλάβει να κρεμάσω πριν πλακώσουν τα απανωτά τηλεφωνήματα, ένιωθα να ανάβουν τα δικά μου τα λαμπάκια. Ουφ! Ούτε να το βλέπω δεν ήθελα και πολύ περισσότερο δεν είχα καμιά όρεξη, να ανοίγω κουτιά, να ανεβοκατεβαίνω στη σκάλα για να κρεμάσω  πάνω του βραδυάτικα μπάλες,  καμπανούλες κι Άγιους Βασίληδες.  Αποφασίζοντας  λοιπόν πως άμεσα έπρεπε να το ξεφορτωθώ άρχισα το μάζεμα ξεκινώντας  την αποδόμηση από τα κλαδιά της κορυφής του. “ Ξουτ!  Τώρα εσύ! Πήγαινε  πίσω στην αποθήκη και του χρόνου βλέπουμε” μονολογούσα δυνατά κι ευτυχώς δηλαδή που έλειπε ο άντρας μου γιατί ήμουν σίγουρη πως αν με άκουγε, κουνώντας το κεφάλι του θα επαναλάμβανε για πολλοστή φορά, ότι δεν καταλάβαινε  τη λόξα μου, άντε το κουσούρι μου πιο ευγενικά,  να μιλάω μόνη μου δυνατά, περιμένοντας μάλιστα κι απάντηση.
            Ανεβάζοντας το πόδι μου στο δεύτερο σκαλί της βοηθητικής μεταλλικής σκαλίτσας την ανακάλυψα. Μάλλον πρώτα την ένιωσα και μετά την είδα. Βολεμένη πίσω από το μικρό κίτρινο λαμπάκι φαινόταν ολοκάθαρα και αυτή και ό ιστός της. Πολλές φορές με είχαν ταλαιπωρήσει τα καλλιτεχνήματα της. Ανακαλύπτοντάς τα κρεμασμένα ανάμεσα στις γωνιές των ταβανιών, σε κάποιες από τις σπάνιες εκρήξεις συγυριστικής μου μανίας, με την ξαραχνιάστρα πάλευα από μακριά να τα εξολοθρεύσω.  Όμως ποτέ, μα ποτέ δεν έτυχε να δω από τόσο κοντά την  δημιουργό και το έργο της. Με το λεπτό της κορμάκι, κρεμασμένη ανάμεσα στις ασημένιες υπέροχες κλωστές της, κουνιόταν απαλά. Ίδια χορεύτρια απ'την Ανατολή λικνιζόταν ανάμεσα στα απλωμένα διάφανα πέπλα της. Ιέρεια σε τελετουργία μυστική. Ακροβάτισα που εκτελούσε με ακρίβεια, το επικίνδυνο νούμερό της  περιστρεφόμενη σε διάφανο, γυάλινο στεφάνι. Με κατάλαβε. Κουνώντας γρήγορα τα νημάτινα ποδαράκια της, προσπάθησε να κρυφτεί. Πράγμα αδύνατο, αφού ήμουν τόσο μα τόσο κοντά της. Στην κυριολεξία  φάτσα απέναντί της. Κοιταχτήκαμε. Είδα τα γουρλωμένα μάτια της ακριβώς απέναντι στα δικά μου να με παρατηρούν.  Γεμάτα φόβο; Αγωνία; Ανησυχία; Απορία μάλλον για το τι την περίμενε μετά. Για το ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα της που εκείνη τη στιγμή εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη δική μου απόφαση. Θαρρετά, καρτερικά  σε θέση άμυνας κάμποσο περίμενε να δει τη συνέχεια  κι όταν κατάλαβε πως δε σκόπευα να την ξεσπιτώσω χριστουγεννιάτικα, νιώθοντας ασφάλεια με αγνόησε για να ριχτεί όλο κέφι στη δουλειά της. Ξαφνιασμένες μείναμε να χαζεύει η μιά την άλλη ώρες πολλές. Έγώ ακίνητη στον καναπέ κι εκείνη σε πλήρη δράση. Αεικίνητη, μπλεγμένη ανάμεσα στις ασημοκλωστές της, γαντζώνοντάς τις από κλαδί σε κλαδί έκανε ακούραστα, μεθοδικά εκείνο που τόσο περίτεχνα ήξερε να κάνει. Πόντο πόντο, στόλιζε το αδειανό από κάθε τεχνητό στολίδι εκείνο δέντρο μου, δίνοντας του μια όψη εξωπραγματική! Με τα φωτάκια του να αναβοσβήνουν μαγικά  μέσα από τη θαμπάδα των αραχνοκλωστών της, θύμιζε ουράνιο θόλο τρυπημένο από χιλιάδες, εκατομμύρια λεπτά ασημοαστέρια.
            Δε θυμάμαι πόσες μέρες , νύχτες την άφησα εκεί να πηγαινόρχεται φουριόζα. Μάλλον μέχρι ωσότου, δεν μ'επαιρνε άλλο. Έπρεπε να βγάλω  από το σαλόνι το αστόλιστο για όλους τους άλλους χριστουγεννιάτικο δέντρο μου και να αποχαιρετήσω τη μικρή μου αράχνη. Όσο πιο συνωμοτικά γινόταν τη φυγάδευσα από το παράθυρο και ποτέ δε  τη λησμόνησα. Ούτε αυτήν, ούτε τη σιωπηλή, θεραπευτική της παρέα. Μάχη τη βάφτισα και για να την ευχαριστήσω της έκανα ένα ετεροχρονισμένο χριστουγεννιάτικο δώρο! Ένα ολόδικό της, μόνιμο σπίτι απ'όπου κανείς δε θα μπορούσε  να την διώξει ποτέ. Ένα βιβλίο -σπίτι που γράφει το όνομά της στην πόρτα του.
“Τα Χριστούγεννα της Μάχης” , εκδ. Παπαδόπουλος.



            Ίσως να της άξιζε ένα πιο εντυπωσιακό, πιο μεγάλο σε σχήμα βιβλιόσπιτο. Κάποιο που στις ευρύχωρες σελίδες του θα  φάνταζαν ακόμα  πιο εντυπωσιακές οι υπέροχες εικόνες της Ίριδας Σαμαρτζή που το εικονογράφησε. Ίσως η ιστορία της επειδή δεν ήταν  τόσο χαρούμενη, να μην είχε την ίδια εκδοτική επιτυχία με  το βιβλίου μου “ Η Μπουγάδα του Αι- Βασίλη” που προηγήθηκε και να μην έφτασε ίσαμε την Κορέα.
Ίσως.....Όμως εγώ “Τα Χριστούγεννα της Μάχης¨ τα αγαπώ! Και μαζί μου  ξέρω πως τα αγαπούν και όσοι τα γνωρίζουν. Κατά τα άλλα  μένοντας πιστή στη λόξα, κουσούρι μου, όπως θέλετε πείτε το, συνεχίζω να κουβεντιάζω  μόνη μου φωναχτά στα δέντρα, τα λουλούδια, τα λιοντάρια, στους καρχαρίες, στο φεγγάρι, στις πασχαλίτσες , τις μέλισσες, τους λύκους και φυσικά στη συντρόφισσα  Μάχη. Όποτε τη συναντώ ποτέ δεν παραλείπω να της μεταφέρω τα όσα γλυκά λόγια μου λένε μικροί και μεγάλοι. Φίλοι που έτυχε , παίρνοντας την στα χέρια τους, να διαβάσουν την απλή και τόσο συχνή στη μέρες μας συγκινητική της ιστορία.

Ιωάννα Κυρίτση- Τζιώτη
Ιούλιος 2018