Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΓΙΩΤΑ ΦΩΤΟΥ


 Κώδικας 99





Τα περισσότερα από τα βιβλία που έγραψα για παιδιά προέκυψαν από τις εμπειρίες που είχα στη δουλειά μου. Δούλεψα 33 χρόνια στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση πρώτα σα δασκάλα και μετά σαν σχολική σύμβουλος. Η ιδιότητα του σχολικού συμβούλου με έφερνε σε επαφή με παιδιά που αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα τα οποία ακόμα κι αν δεν ήταν μεγάλα ήταν ικανά να φέρουν δυσλειτουργία τόσο στις συναναστροφές τους  όσο και στην μαθησιακή λειτουργία.
 Το  βιβλίο μου με τίτλο «Κώδικας 99» που αφορά εφήβους ηλικίας 12+ πήρε αφορμή από την παρατήρησή μου σε κάποια παιδιά που είχαν δυσλεξία. Η δυσλεξία είναι η δυσκολία να μεταφέρει κάποιο άτομο τον προφορικό λόγο στα γραπτά (αυτός είναι ένας συνοπτικός ορισμός). Από μόνη της δεν απειλεί την πρόοδο και την εξέλιξη του ατόμου στη ζωή – δυσλεκτικοί ήταν ο Ντα Βίντσι, ο Αϊνστάιν, ο Πικάσο, ο Ντισνεϊ κ.α.- αλλά του δημιουργεί προβλήματα κατά τη διάρκεια της σχολικής του ζωής κυρίως στα γλωσσικά μαθήματα  και ενδέχεται να φέρει  απογοήτευση στο παιδί  με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν μαθησιακές δυσκολίες και να επηρεαστεί η ψυχολογία του.  Δε θα αναλύσουμε εδώ  τα χαρακτηριστικά της δυσλεξίας ωστόσο θα προσθέσω ότι ένα δυσλεκτικό παιδί αντιλαμβάνεται το χώρο διαφορετικά, με περισσότερες λεπτομέρειες  κι αυτό από τη μια μεριά το κουράζει αλλά από την άλλη το κάνει χαρισματικό αφού έχει μεγαλύτερη επίδοση στις θετικές επιστήμες.
Υπήρχε λοιπόν σε σχολείο της ευθύνης μου ένα κορίτσι  το οποίο εξαιτίας της δυσλεξίας είχε κλειστεί στον εαυτό του. Η δυσκολία στην ανάγνωση, η ανορθογραφία, η μεγαλύτερη προσπάθεια που χρειαζόταν για να κατανοήσει τα δευτερεύοντα μαθήματα (ιστορία κλπ) δημιούργησαν την εντύπωση στους συμμαθητές της, από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ότι εκείνη  υστερεί με αποτέλεσμα να την αποκλείσουν από τις παρέες. Η κοπέλα είχε μεγάλη ικανότητα στα μαθηματικά, τη φυσική κι ακόμα μπορούσε να δει πολύ εύκολα μέσα σε ένα κρυπτόλεξο ή να λύσει ένα γρίφο αλλά είχε πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση.  Εκείνη μου έδωσε την αφορμή να πλάσω την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου μου, ωστόσο μια κεντρική ηρωίδα κι ένα ενδιαφέρον θέμα  δεν κάνει ένα βιβλίο. Είμαι της άποψης ότι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μεγαλύτερα παιδιά δεν μπορεί να είναι μονοθεματικό, αφού η ζωή και η κοινωνία είναι ούτως ή άλλως σύνθετες. Η εξέλιξη του ήρωα όπως και του ατόμου στη ζωή εξαρτάται από το περιβάλλον. Δίπλα στη δυσλεξία ήταν ανάγκη να μπουν  θέματα όπως η αποδοχή από τον άλλον, η προσπάθεια  δημιουργίας ταυτότητας, η σχέση των δύο φύλων, ο σχολικός εκφοβισμός, η φιλία, η πολυπολιτισμική σύνθεση του ελληνικού σχολείου, οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, οι προσδοκίες και η συμπεριφορά των γονιών, η οικονομική κρίση.
Η αφορμή λοιπόν υπήρχε, τα θέματα που έπρεπε να αναφερθούν υπήρχαν, εκείνο που μου έλειπε ήταν ο κεντρικός άξονας πάνω στον οποίο θα έστηνα την ιστορία με τρόπο τέτοιο ώστε να προσελκύσω το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Η έμπνευση ήρθε κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τον μικρότερο από τους τρεις γιους μου ο οποίος πρόσφατα τότε είχε τελειώσει το λύκειο. Η συζήτηση αφορούσε τις εμπειρίες του από τη σχολική του ζωή και  μέσα σ’ αυτή αναφέρθηκε ένας καθηγητής φυσικής ο οποίος τους έβαζε συχνά, μετά το μάθημα, να λύσουν γρίφους. Έτυχε παράλληλα, καθώς συζητούσαμε, να ακούγεται στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι κάποιου ελληνικού συγκροτήματος που το ρεφραίν του έλεγε «Μα η Ζωή τα’χει μ’ άλλον». Η «Ζωή» που μέσα στο τραγούδι έπαιρνε την έννοια της «ζωής». Κι εγώ σκέφτηκα τότε πως για πολλά νέα παιδιά η ζωή δείχνει απόμακρη, απροσπέλαστη, δύσκολη. Για αυτούς που κάποιο μικρό πρόβλημα όπως η δυσλεξία τους απομονώνει, για εκείνους που εμπλέκονται είτε σα «θύματα» είτε σα «θύτες» στο σχολικό εκφοβισμό, για τους «ξένους» που ποτέ δε γίνονται αποδεκτοί, για εκείνους που ταλανίζονται μέσα στην οικογένεια από την παρούσα οικονομική κατάσταση.  Θυμάμαι πως εκείνη την ώρα ήθελα να μπω στο κομπιούτερ να καθίσω να γράψω αλλά επέμενα να ρωτώ τον γιο μου για όσα θυμόταν και τον είχαν εντυπωσιάσει από τα χρόνια που ήταν στο σχολείο. Τελειώνοντας είχα πλέον μέσα μου την πλοκή του βιβλίου σχεδόν ολόκληρη. Ο κώδικας τον οποίο αναφέρω μέσα στο βιβλίο δεν ήταν μεταξύ όσων μου ανέφερε ο γιος μου, χρησιμοποίησα όμως πολλά από εκείνη τη συζήτηση έστω και τροποποιημένα. Άρχισα λοιπόν το βιβλίο με έναν γρίφο που λέει ο καθηγητής και οι μαθητές πρέπει να τον λύσουν πριν φύγουν από το σχολείο αλλά δεν τον έλυσαν. Στη συνέχεια δημιούργησα εγώ έναν κώδικα (αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο- χρειάστηκε μεγάλη ενασχόληση τόσο για την ενημέρωσή μου, όσο και για να φέρω τον κώδικα στα μέτρα της υπόθεσης) και κωδικοποίησα ένα κείμενο με τη λύση του γρίφου το οποίο κάποιος άγνωστος το έστειλε με μέιλ σε όλους τους συμμαθητές του και το φυσικό. Ποιος ήταν αυτός που είχε τέτοιου είδους ικανότητες; Δίπλα στη δυσλεκτική κοπέλα  έβαλα έναν ήρωα – καλός μαθητής, αποδεκτός- μέσα στην πραγματική ζωή με πραγματικά προβλήματα- ο οποίος κινεί τα νήματα της εξέλιξης όπως επίσης και πολλούς άλλους που εξυπηρετούν όσα ήθελα να δώσω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω ένα περιβάλλον αναγνωρίσιμο στα σημερινά παιδιά, να καταφέρω να δουν τον εαυτό τους και τα καθημερινά τους προβλήματα μέσα στο κείμενο. Ο κώδικας όπως και πολλά άλλα μέσα στο βιβλίο έχουν συμβολικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα ο κώδικας για μένα δείχνει πως τα πράγματα στη ζωή δεν είναι όπως φαίνονται και πολλές φορές πρέπει να αποκωδικοποιούμε αυτό που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. 


Εντέλει έκανα μια ενδιαφέρουσα περιπέτεια  με αρκετό χιούμορ και  πολλά μηνύματα - δεν το λέω εγώ αυτό, οι αναγνώστες το λένε, οι πολλές ανατυπώσεις και οι διακρίσεις που πήρε το βιβλίο.
Σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΤΕΚΟΥ



 Αγάπα το ή παράτα το-Yolo-Ζεις μόνο μια φορά




Το πρώτο βιβλίο που έγραψα για εφήβους με τίτλο «αγάπα το ή παράτα το» από τις εκδόσεις Λιβάνη είχε ως κεντρική ιδέα τον σχολικό εκφοβισμό και γεννήθηκε πρωτίστως από την δυσάρεστη εμπειρία μου στο Γυμνάσιο-Λύκειο.
 Οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε εσφαλμένα ότι το bullying είναι  η μάστιγα της εποχής, όμως υπήρχε ανέκαθεν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.  Είχα θεωρήσει μεγάλη τύχη τότε, θυμάμαι,  ότι είχα περάσει με κλήρωση σε ένα σπουδαίο πρότυπο σχολείο. Δεν φανταζόμουν την σκληρότητα των παιδιών για τον πιο απίθανο λόγο. Αν δεν φορούσες φιρμάτα ρούχα, αν δεν τραβιόσουν στο διπλανό δασάκι για περιπτύξεις με συμμαθητές σου ή με αγόρια από μεγαλύτερη τά ξη (ακόμα καλύτερα), αν δεν ήσουν κάτω του μετρίου μαθητής, ξεσήκωνες τον χλευασμό της μάζας.
Ένα είδος σχολικού εκφοβισμού με τη χρήση σωματικής βίας και απειλών είχε αντιμετωπίσει και ο γιος μου (μαζί και άλλοι φίλοι του από την τάξη) όπως με  θλίψη μου διαπίστωσα, από ένα συμμαθητή του που απολάμβανε την κακοφορμισμένη μαγκιά. 
Μπορεί κανείς στα αλήθεια να ξεχάσει τι συνέβη στον Βαγγέλη Γιακουμάκη ή σε τόσα άλλα παιδιά και νέους με πιο πρόσφατο το παράδειγμα του 15άχρονου από την Αργυρούπολη που αυτοκτόνησε μην αντέχοντας άλλο το μαρτύριο που υπέμενε εξαιτίας κάποιων συμμαθητών του; Όσοι παίρνουν τη ζωή τους γιατί δεν αντέχουν άλλο, δεν το κάνουν ξαφνικά, από την μια ημέρα στην άλλη, παρά δίνουν σημάδια κι όλοι εμείς οφείλουμε να έχουμε μάτια ανοιχτά να τα δούμε έγκαιρα και αυτιά ανοιχτά να αφουγκραστούμε την απόγνωσή τους.
Πολλά τα ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί καθώς προσπαθούσα να εξηγήσω τι κρύβεται πίσω από τις συμπεριφορές των θυτών, αλλά και την αδιαφορία των γονιών και των σχολικών φορέων. Γιατί ο σχολικός εκφοβισμός καλά κρατεί παρά την πνευματική και πολιτισμική μας ανάπτυξη; Γιατί παιδιά παίρνουν ικανοποίηση από τον βασανισμό άλλων παιδιών; Γιατί κανείς (δάσκαλοι, καθηγητές, γονείς, φίλοι και συμμαθητές, κράτος)  δεν ενδιαφέρεται και τίποτα ποτέ δεν αλλάζει όσες εκπομπές και να δούμε στην τηλεόραση, όσα δακρύβρεχτα σχόλια και να διαβάσουμε  ή γράψουμε a posteriori στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Και τελικά, πότε χάσαμε την ανθρωπιά μας;
Να λοιπόν γιατί άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο. Προσπάθησα να βρω και να δώσω εξηγήσεις, να μοιραστώ μέσω των ηρώων μου τα συναισθήματα του θύτη και του θύματος, να εντοπίσω ελαφρυντικά αν υπάρχουν αλλά και να αποδώσω ευθύνες (ασφαλώς όχι ως κριτής των πάντων).


Το δεύτερο βιβλίο μου για νέους με τίτλο «Yolo, Ζεις μονάχα μια φορά» από τις εκδόσεις Ψυχογιός, προέκυψε έπειτα από την κουβέντα που είχα κάνει τυχαία με μια δασκάλα ειδικής αγωγής. Αμέσως σχεδόν δημιουργήθηκε η βασική μου ηρωίδα, η Αλεξάνδρα που σε κάποιο τροχαίο έχασε το πατέρα της και καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Η μοναδική μου επιδίωξη ήταν να καταδείξω, όσο είναι δυνατόν, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη σχολική και γενικότερα στην κοινωνική του ζωή ένας νέος άνθρωπος που είναι ανάπηρος, αλλά κυρίως να πάω κόντρα στην πεσιμιστική διάθεση που μας πιάνει όταν νιώσουμε  ότι η ζωή μας αναποδογυρίζει και τα όνειρά που κάναμε γκρεμίζονται.
Από μικρή που ήμουν, θυμάμαι πόσο ανάγκη είχα να πιστέψω ότι οι δυσκολίες ξεπερνιούνται αρκεί να μην παραιτούμαστε από την προσπάθεια και επίσης, πόσο σπουδαίο είναι να έχεις την αγάπη και την στήριξη των δικών σου ανθρώπων, καθώς σε τροφοδοτούν με ελπίδα και αυτοπεποίθηση και νιώθεις πως σε κάθε αγώνα που θα χρειαστεί να δώσεις, δεν θα είσαι ποτέ μόνος σου.