Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Διηγήματα για την Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας-3 Δεκεμβρίου



Η ΠΛΑ'Ι'ΝΗ ΑΥΛΟΠΟΡΤΑ, της Μένης Πουρνή


Το σπίτι της γιαγιάς στο χωριό ήταν δικό της μόνο κατ’ όνομα. Είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν γεννηθώ και ήξερα την παρουσία της μόνο από παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες και μερικές στο χρώμα της σέπιας. Ανέκφραστη και απόμακρη, ποτέ δεν κοιτούσε το φωτογράφο παρά κάπου μακριά, με βλέμμα χαμένο πια στο περίγυρο του φωτογραφικού κάδρου. Στο σπίτι της πηγαίναμε τις γιορτές και τα καλοκαίρια και την πρώτη μέρα δεν μέναμε σχεδόν καθόλου μέσα μέχρι να διαλυθεί η έντονη μυρωδιά της κλεισούρας και της καμφοράς από τις ντουλάπες.
Με τον Στέργιο τρέχαμε αμέσως στην αυλή και βιαστικοί καθώς ήμασταν πριν προλάβουμε καν να αλλάξουμε, με τα επίσημα ρούχα του ταξιδιού, για να ξεθάψουμε τους θησαυρούς που είχαμε θάψει σε δέκα διαφορετικές γωνιές του από το φόβο μην τους ανακαλύψει όλους μαζί στο ένα μέρος όπου θα βρίσκονταν και τα έπαιρνε όλα μαζί του φεύγοντας. Τις Δευτέρες, όταν η μητέρα μου έστελνε τα ρούχα στο καθαριστήριο της γειτονιάς, ο νεαρός που ερχόταν να τα παραλάβει είχε προ πολλού πάψει να ρωτάει τι συνέβη.
Και φυσικά η συμφορά δεν σταματούσε εκεί! Μόλις μπαίναμε σπίτι υπήρχαν παντού λασπωμένες πατημασιές γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι να εξερευνήσουμε και κάθε κρυφή γωνιά του σπιτιού για να δούμε πού μας βόλευε αυτή τη φορά να απλώσουμε την παιχνιδοπραμάτεια μας. Συνήθως μας βόλευαν η κουζίνα και το σαλόνι και σε καμία περίπτωση τα δωμάτια μας, όπως θα ήθελαν οι μεγάλοι. Βέβαια στην κουζίνα και το σαλόνι συνέβαιναν και τα μεγάλα γεγονότα που συχνά δεν ήθελαν να μαθαίνουμε, όπως παλιές ιστορίες και τυχαίες κουβέντες που αποκάλυπταν νέες μυστηριώδεις ειδήσεις.  


Ωστόσο από την αρχή η μυστηριώδης νότα του παλιού πατρογονικού σπιτιού ήταν άλλη. Και συγκεκριμένα η μόνιμα κλειδαμπαρωμένη πλαϊνή πόρτα που οδηγούσε στην αυλή του διπλανού μεσότοιχου σπιτιού. Πάντοτε όταν ερχόμασταν χειμώνα-καλοκαίρι, άνοιξη-φθινόπωρο η πόρτα αυτή ήταν μανταλωμένη, σφιχτά κλειδωμένη με χοντρές αλυσίδες και λουκέτα που όσο περνούσε ο καιρός και σκούριαζαν τόσο πιο αδύνατον φαινόταν στα παιδικά μας μάτια ότι θα μπορούσαν κάποτε να ανοίξουν και να αποκαλύψουν το μεγάλο μυστήριο που ήμασταν σίγουροι ότι έκρυβαν.
Ένα πρωινό στις αρχές του Απρίλη, μια χρονιά που το Πάσχα έπεφτε νωρίς την άνοιξη και εμείς μόλις είχαμε φτάσει για τις πασχαλιάτικες διακοπές, τρέξαμε πάλι με τον Στέργιο για την καθιερωμένη αποκάλυψη των θησαυρών μας. Εγώ πήγα στην αντίθετη κατεύθυνση και ο Στέργιος κοντά στην μυστηριώδη πόρτα. Σε λίγο τον άκουσα να με φωνάζει με μία φωνή γεμάτη έκπληξη και αγωνία.
-Κοσμά, Κοσμά, τρέξε!
Θεώρησα πως μάλλον είχε χαθεί κάποιο κομμάτι του θησαυρού μας, πράγμα αναμενόμενο εφόσον ορισμένα ήταν φτιαγμένα από ύφασμα και χαρτί.
-Κοίτα! Μου είπε ξανά ο Στέργιος μόλις έφτασα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου! Μπροστά μας βρισκόταν η πόρτα ολάνοιχτη και φρεσκοβαμμένη με τα φύλλα της να τραμπαλίζονται ελαφρά στον δυνατό, κρύο ανοιξιάτικο αέρα που φυσούσε.
Συνεννοηθήκαμε νοερά με τον Στέργιο και αποφασίσαμε πως δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να περάσουμε στην άλλη πλευρά.
Περπατούσαμε όσο πιο αθόρυβα γινόταν, με τα χέρια κολλημένα κατά μήκος του σώματος σαν αρχαϊκοί κούροι, προσέχοντας μην προκαλέσουμε τον παραμικρό θόρυβο. Η αυλή του άγνωστου, ως τότε γειτονικού σπιτιού, ήταν πολύ περιποιημένη, με μεγάλες γλάστρες γεμάτες κάθε είδους ανθισμένα λουλούδια, πανύψηλα φροντισμένα δέντρα και πετρόστρωτο δάπεδο. Ένα πλαστικό λάστιχο πότιζε ένα παρτέρι λουλούδια και χαρούμενες συνομιλίες ακούγονταν κάπου στο βάθος.
Σκεφτήκαμε να φύγουμε αλλά η περιέργειά μας ήταν τόσο δυνατή που ρίζωνε τα πόδια μας στο έδαφος. Λίγο αργότερα ένα κοριτσάκι κάπου στην ηλικία μας ξεφύτρωσε πίσω από μία συστάδα δέντρων και μας χαμογέλασε φιλικά.


-Γεια σας! Πώς σας λένε; ρώτησε λίγο πιο δυνατά από το συνηθισμένο.
-Με λένε Στέργιο και τον αδερφό μου Κοσμά, είπε γρήγορα και αγχωμένα ο αδερφός μου.
Μας κοίταξε συνοφρυωμένη.
-Μπορείς να επαναλάβεις πιο αργά, σε παρακαλώ; είπε ξανά στον ίδιο δυνατό τόνο.
Ο Στέργιος επανέλαβε, αν και ήταν το ίδιο απορημένος με μένα. Έπειτα μας έγνευσε να την ακολουθήσουμε. Την ακολουθήσαμε πρόθυμα και σύντομα βρεθήκαμε σε ένα ξέφωτο όπου δεκάδες χρυσόψαρα κολυμπούσαν σε ένα σιντριβάνι. Πλησιάσαμε κοντά και εκείνα απομακρύνθηκαν τρομαγμένα. Γελάσαμε ξαφνιασμένοι και μείναμε να τα παρατηρούμε για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή το κοριτσάκι άρχισε να μας πετάει νερό και ‘μεις ανταποκριθήκαμε με το ίδιο κέφι και πείσμα σε ένα τρελό, ασταμάτητο κυνηγητό γύρω από το σιντριβάνι.
Σε λίγο μία νεαρή γυναίκα ήρθε προς το μέρος μας, έπιασε το κοριτσάκι από τον ώμο, κάτι του είπε με νοήματα και το αγκάλιασε.
-Καλώς ήρθατε, παιδιά! Είμαι η μαμά της Ελπίδας. Χαίρομαι πολύ που γίνατε φίλοι! Είπε. Από πού μπήκατε;


Της δείξαμε δειλά την ανοιχτή πλαϊνή αυλόπορτα.
-Επιτέλους καιρός ήταν! Αναφώνησε χαρούμενα αφήνοντάς μας έκπληκτους. Η Ελπίδα έχει μειωμένη ακοή γι’ αυτό τόσα χρόνια είχαμε κλειστή την πόρτα. Τώρα που μεγάλωσε πια δεν υπάρχει κίνδυνος και μπορούμε ήσυχοι να την αφήνουμε ανοιχτή. Τι λέτε; Θα μας ξανάρθετε;
Η Ελπίδα μας κοιτούσε με μάτια που έλαμπαν μέσα από την αγκαλιά της μητέρας της.
Υποσχεθήκαμε να πάμε κάθε μέρα όσο θα μέναμε στο χωριό!

Διηγήματα για την Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας-3 Δεκεμβρίου

ΓΟΥΤΟΥ ΓΟΥΠΑΤΟΥ, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Τὸν ἐπετροβολοῦσαν οἱ μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τὸν ἐχλεύαζον τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς, τὸν ἐφοβοῦντο τὰ νήπια καὶ τὰ βρέφη. Τὸν ἔλεγαν κοινῶς «ὁ Ταπόης» ἢ «ὁ Μανώλης τὸ Ταπόι».
―Ὁ Ταπόης! Νά, ὁ Ταπόης ἔρχεται…
Φόβος καὶ τρόμος ἐκολλοῦσε τὰ ἄκακα βρέφη εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τούτου. Ἡ νεολαία τοῦ χωρίου, οἱ θαμῶνες τῶν μαγαζειῶν καὶ τῶν καφενείων, δὲν ἔπαυαν ποτὲ νὰ τὸν πειράζουν.
― Εἶσ᾽ ἕνα χταπόδι, καημένε Μανωλιό· εἶσαι χταπόδι.
Κ᾽ ἐκεῖνος, μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν δεμένην διὰ γλωσσοδέτου μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὀδόντων, ἀπήντα:
― Ναί, εἶμι ταπόι!… Ἰσὺ εἶσι ταπόι. (Ναί, εἶμαι χταπόδι. Ἐσὺ εἶσαι χταπόδι.)
Εἶχε φίλους τόσον ὀλίγους καὶ τόσον ἀμετρήτους ἐχθρούς, εἰς μέρος τόσον ὀλιγάνθρωπον! Κάποτε φιλάνθρωπος ἢ διακριτικός τις τὸν ὑπερήσπιζεν ἐναντίον τῆς ἐπιθέσεως τῶν ἀγυιοπαίδων. Εἰς ἐκεῖνον ἐγίνετο σκλάβος ἰσόβιος, κ᾽ ἐξετέλει δι᾽ αὐτὸν διακονήματα προθύμως, μετὰ βίας δεχόμενος φίλευμα ἢ κέρασμα. Πρὸς ὅλους τοὺς ἄλλους δὲν ὑπῆρχε φιλία οὔτε σπονδή.
Μόνον τὴν μητέρα του εἶχεν εἰς τὸν κόσμον. Ἐκείνη τὸν ἐπόνει, τὸν ἠγάπα περιπαθῶς, καὶ αὐτὸς τὴν ἐλάτρευεν. Ἀδελφὴν δὲν εἶχεν. Ὁ ἕνας ἀδελφός του εἶχε χαθῆ εἰς τὴν Ἀμερικὴν πρὸ χρόνων καὶ δὲν ἠκούσθη. Ὁ ἄλλος, χασομέρης ἄχρηστος, ὡς μόνον ἐπάγγελμα εἶχε τὸ νὰ πηγαίνῃ κάθε χρόνον μέσα εἰς τὴν μεγάλην στερεάν, ἐκεῖ ὅπου ὑπῆρχον ἄφθονα θέρη, καὶ νὰ κάμνῃ τὸ ἔργον τῆς σβάρνας· ἦτο δὲ ἡ σβάρνα βαρεῖα σανίς, τὴν ὁποίαν ἔσυρον ἄλογα ἢ βόδια εἰς τὸ ἁλώνι· καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπάνω εἰς τὴν σανίδα, ἔμψυχον βάρος, διὰ νὰ γίνεται τέλειον τὸ ἁλώνισμα· ἐκεῖ εἶχεν ἀποθάνει. Ὁ τρίτος ἐγύριζε ναυτικὸς εἰς τὰ ξένα. Ὁ Μανώλης ἄλλην στοργὴν δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὕτη ἦτο ἤδη γραῖα, καὶ αὐτὸς εἶχε μεγαλώσει πολύ.
Οἱ ὀλίγοι φίλοι του, ἐκεῖνοι οἵτινες συνεπάθουν πρὸς αὐτὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ, τὸν εἶχον ἀκούσει ἐπανειλημμένως ν᾽ ἀπειλῇ καὶ νὰ λέγῃ μὲ τὴν γλῶσσάν του τὴν νηπιώδη:
― Τάνῃ Γιὰ πέτου ᾽γὼ πιιγῶ μέτα Μπούτι! (Σὰν πεθάνῃ ἡ Γριά, θὰ πέσω ἐγὼ νὰ πνιγῶ μὲς στὸ Μπούρτσι.)
Ἐθεώρει τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄχρηστον. Ἐξαιρουμένης τῆς γλώσσης τὸ ἥμισυ τοῦ ἀνθρώπου ἦτο ὑγιές. Ὁ δεξιὸς ποὺς ἐσύρετο κατόπιν τοῦ ἀριστεροῦ, δὲν ἐκινεῖτο ἐλευθέρως. Ἡ δεξιὰ χεὶρ ἂν καὶ χονδρὴ καὶ δυσανάλογος, καὶ σχεδὸν παράλυτος φαινομένη, εἶχε τεραστίαν ρώμην. Ὡμοίαζε μὲ μάγγανον ἢ μὲ ὀδόντας ταυροσκύλου. Διὰ νὰ δράξῃ ἓν πρᾶγμα, συνήθως βραχίονα ἢ πλάτην κανενὸς παιδίου ὀχληροῦ, ἐχρειάζετο κόπον· ἔπρεπε νὰ τὴν βοηθήσῃ ἡ ἄλλη χείρ, νὰ ψαύσῃ δηλαδὴ τὸν γρόνθον τῆς δεξιᾶς, καὶ νὰ τὸν διευθύνῃ· ἀφοῦ ὅμως ἅπαξ ἔδραττε τὸ ἀντικείμενον, ἡ τεραστία χεὶρ δὲν τὸ ἄφηνε πλέον, σχεδὸν καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσῃ. Ἀλλοίμονον τότε εἰς τὸν βραχίονα, εἰς τὴν ὠμοπλάτην, ἀλλοίμονον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ αὐθάδους!
Ἦτο χωλὸς καὶ κυλλὸς καὶ μογιλάλος. Ἦτο ὁ Μανωλιὸς τὸ Ταπόι.
*
* *
Τέσσαρες ἢ πέντε ἄνθρωποι ἐγνώριζον καλῶς τὴν γλῶσσάν του εἰς ὅλον τὸ χωρίον. Οὗτοι ἐκαλοῦντο, καθὼς τοὺς εἶχεν ὀνοματίσει ὁ ἴδιος, ὁ Γωμέος, ὁ Παγιώτας καὶ ὁ Παπαγᾶς. Τὰ καθαυτὸ ὀνόματά των ἦσαν, Λαμιαῖος καὶ Μιχαλιὸς καὶ Παπαγιάννης. Ἀλλὰ πῶς ἐκ τοῦ Μιχαλιός, ἐσχημάτισε τὸ Παγιώτας; Ἄπορον. Σπανίως προσέθετε συλλαβὴν ἢ μετέθετε τὸν τόνον. Ἡ φθογγολογία του ἦτο περιεργοτάτη, καὶ ἐν αὐτῇ ἐπλεόναζον τὰ λαρυγγόφωνα, ὡς καὶ τὰ σκληρὰ καὶ ψιλὰ ἐκ τῶν ἀφώνων.
Γατὶ ὠνόμαζε τὸ γαττί, γατὶ τὸ γιατί, γατὶ τὸ χαρτί.


Ἀλλ᾽ ἔξαφνα μίαν ἡμέραν ἐξέφερε φράσιν ἐν ᾗ ὑπῆρχεν ἡ λέξις αὕτη, πλὴν δὲν ἔβγαινε νόημα οὔτε ὡς γαττί, οὔτε ὡς γιατί, οὔτε ὡς χαρτί. Ἡ φράσις ἦτο:
«Πότε τῇ Γουτοῦ, Γουπατοῦ, μὰμ γατί». (Πότε νὰ ᾽ρθῇ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ, νὰ φᾶμε…) Καταρχὰς οἱ τρεῖς γνῶσται τῆς γλώσσης ἐνόμισαν ὅτι ἀπεκάλει μυκτηριστικῶς γαττιὰ τὰ κρέατα τὰ ὁποῖα ἐπωλοῦσαν οἱ κρεοπῶλαι τοῦ χωρίου. Οἱ τρεῖς προειρημένοι, καὶ μάλιστα ὁ Παγιώτας, ἦσαν δυνατοὶ εἰς τὴν γλῶσσαν, καὶ τὴν ὡμίλουν οἱ ἴδιοι. Ἀλλ᾽ ὅταν προσέτρεξαν εἰς τὰ ἀνώτερα φῶτα τοῦ κὺρ Γιωργῆ τοῦ Λαυκιώτη, διευθυντοῦ τοῦ μεγάλου καφενείου, ὅστις ἦτο καὶ ὁ ἐπίσημος προστάτης τοῦ Ταπόη, καὶ οἱονεὶ ἐπίτιμος καθηγητὴς τῆς ἰδιαιτέρας γλώσσης, χωρὶς νὰ τὴν ὁμιλῇ ὁ ἴδιος, οὗτος ἀπεφάνθη ὅτι τοιαύτη πικρὰ εἰρωνεία δὲν θὰ ἥρμοζεν εἰς τὰ αἰσθήματα τοῦ πτωχοῦ, τοῦ Μανώλη, ἀλλ᾽ ὅτι ἴσως ὠνόμαζεν ἁπλῶς γατὶ καὶ τὸ κατσίκι, καὶ τὸ ἀρνί. Ὣς τόσον τὸ πρᾶγμα ἔμεινεν ἀμφίβολον ἄχρι τῆς ὥρας ταύτης.
*
* *
Ἐπερίμενε πράγματι ἀνυπομόνως «πότε νά ᾽ρθῃ τοῦ Χριστοῦ, τ᾽ Ἁιβασιλειοῦ», καὶ ἅμα ἔμβαινε τὸ Σαρανταήμερον, ὄπισθεν τῆς θύρας τοῦ καφενείου τοῦ κὺρ Γιωργῆ, ἐσημείωνεν ἰδιοχείρως, μὲ ἓν τεμάχιον κιμωλίας, τόσες γιῶτες, ὅσας ἡμέρας ἔχει ἡ Σαρακοστή· καὶ κάθε πρωί, πρὶν τοῦ δώσῃ ὁ Γιωργὴς τσιγάρον νὰ καπνίσῃ, ἢ καφὲν νὰ πίῃ, ἔσπευδε νὰ σβήσῃ μίαν ἰῶτα, καὶ τὰς ἔβλεπε μὲ χαρὰν νὰ ὀλιγοστεύουν. Πλὴν οἱ μοσχομάγκες τῆς ἀγορᾶς, λαθραίως, ἐπήγαιναν κ᾽ ἔγραφαν ἄλλες τόσες γιῶτες, ὅσες εἶχε σβήσει ἐκεῖνος, κ᾽ ἔτσι ἡ Σαρακοστὴ ἐφαίνετο ὅτι δὲν θὰ εἶχε ποτὲ τελειωμόν.
Ὁ Ἅις Νικόλας εἶχεν ἀσπρίσει ἤδη τὰ γένεια του πρὸ ἡμερῶν, καὶ ἦτον ἡ σειρὰ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ν᾽ ἀσπρίσῃ τὰ ἰδικά του· δὲν ἔμενον πλέον εἰμὴ δώδεκα ἡμέραι ἕως τὰ Χριστούγεννα.
―Ἔχουμε χαβὰ ἀκόμα, βρὲ χταπόδι! τοῦ ἐφώναζεν ὁ Νικολὸς ὁ Μπαλαλᾶς· εἰκοσιδυὸ μέρες ἀκόμα θέλουμε.
― Ναί, ταπόι! ἐψέλλιζεν ὁ Μανώλης· τὰ κότη κότα τύ. (Νὰ μαζώξῃς τὴ γλῶσσά σου σύ.)
― Σὲ γελοῦν, βρὲ Μανιέ· δώδεκα μέρες ἀκόμα, τὸν ἐπαρηγόρει ὁ Γιωργής.
Καὶ ἤρχετο ἡ καρδιὰ τοῦ Μανώλη στὸν τόπον της. Εἶχεν ἀναλάβει μίαν ὑποχρέωσιν διὰ τὰς ἑορτάς. Ἐπρόκειτο νὰ συνοδεύῃ μερικὰ ἐκ τῶν παιδίων τῆς Κάτω Γειτονιᾶς, ὅσα ἦσαν τέκνα ἢ ἀνεψίδια φίλων καὶ προστατῶν του, ὅταν θ᾽ ἀνήρχοντο πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀφ᾽ ἑσπέρας τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, ἀνὰ δύο καὶ τρία, διὰ νὰ τραγουδήσουν τὰ χαρμόσυνα τραγούδια εἰς τὰ σπίτια καὶ εἰς τὰ μαγαζειὰ τῆς Ἐπάνω Ἐνορίας. Διότι δὲν θὰ ἐτόλμων ποτὲ νὰ ἀνέλθουν μοναχά των ἐκεῖ ἐπάνω.
Ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ χωρίου ἦσαν διῃρημένα εἰς δύο μεγάλα πάνοπλα στρατόπεδα. Αἱ ἐχθροπραξίαι ἤρχιζον ἀπὸ τὸ φθινόπωρον, διήρκουν καθ᾽ ὅλον τὸν χειμῶνα, ἐξηκολούθουν τὴν ἄνοιξιν, καὶ δὲν ἔπαυον τὸ θέρος ― εἰμὴ ἐφ᾽ ὅσον μετεφέροντο εἰς τὸν ἐλεύθερον κάμπον, ὅπου ἐκοκκίνιζον ἄωρα καὶ ᾑμωδίαζον τοὺς ὀδόντας προκλητικὰ τὰ μῆλα, τὰ κεράσια, τὰ ἀπίδια, καὶ ὕστερον τὰ σταφύλια. Ὁ ἐπίσημος πετροπόλεμος διεξήγετο ἰδίως τὴν Κυριακὴν τῶν Βαΐων, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ πετροπόλεμος ὁ καθημερινὸς ποτὲ δὲν ἐκόπαζε μεταξὺ τῶν δύο φουσάτων.
Εἰς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, ἐκεῖ ἄνωθεν τοῦ Βράχου, ἐβασίλευεν ὁ φοβερὸς Τσηλότατος. Ἦτο ὑψηλός, ὅσον καὶ ὁ Βράχος ἐφ᾽ οὗ εἶχε τὸν θρόνον του, σγουρομάλλης, ἀκτένιστος, ξεσκούφωτος, ξυπόλυτος, καὶ ἀποτρόπαιος. Ἦτο αὐτὸς ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀρχηγὸς τῶν μαγκῶν τῆς Ἄνω Ἐνορίας καὶ ὅλου τοῦ χωρίου. Τὰ δύο ποδάρια του ἦσαν χονδρά, μελαψὰ καὶ πλατέα, ὡς δύο κατάρτια. Ἐφόρει παρδαλὴν φανέλαν, ἥτις ἦτο ἅμα τὸ ὑποκάμισον καὶ τὸ ἐπανωφόρι του, καὶ κοντὸν πανταλόνι, χειμῶνα καὶ θέρος. Ἄδειαν δὲν εἶχε παιδὶ ἢ νέος ἢ γέρος νὰ περάσῃ ἀπ᾽ ἐκεῖ σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ἐξουσίαν δὲν εἶχε γριὰ ἢ νέα νὰ πάγῃ εἰς τὴν βρύσιν μὲ τὴν στάμναν της. Ἦτο ὡς δεκαεπτὰ ἐτῶν καὶ ἦτο φοβερὸς σκιὰς* ἤδη. Ἐφορολόγει τὰς γραίας, τὰς οἰκοκυράς, τὰς πτωχὰς χήρας. Ἂν δὲν τοῦ ἔδιδε μερδικὸ ἀπὸ τὰ φουρνιάτικα ἡ Γαρουφαλιά, ἡ φουρναρού, δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ ψήσῃ τὰ ψωμιά. Ἔβαλλε φωτιὰ εἰς τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ ἔκαιεν, εἰς τὸ προαύλιον τοῦ φούρνου· κι ἐφώναζε τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιά, νὰ πηδήσουν ἐκ τρίτου ἀπ᾽ ἐπάνω ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς φωτιᾶς, ὡς νὰ ἦτο ἤδη τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ στὸ Λιοτρόπι. Ἀπὸ τὴν μίαν γειτόνισσαν ἀπῄτει νὰ τοῦ φέρῃ τυρόπιτταν ποὺ νὰ πλέῃ στὸ βούτυρο διὰ νὰ φάγῃ, ἀπὸ τὴν ἄλλην λαδόπιτταν μὲ λάδι πολύ, ἢ καμμίαν γριὰ (μεγάλην τηγανίταν, ἴσην μὲ τὸ τηγάνι), ἀπὸ τὴν ἄλλην τυλιχτὸ (εἶδος κολοκυθόπιττας) ἢ μπομπότα μὲ πολὺ πολὺ μέλι.
Εἶχεν ἀκούσει τοὺς παλαιοὺς μύθους διὰ τὰ θεριά, τὰ ὁποῖα ἐφώλευαν σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὑδρεύετο τὸ χωρίον. Ἐὰν ἐπέζη ὥστε νὰ γίνῃ εἴκοσιν ἐτῶν, ἐμελέτα νὰ ἐπιβάλῃ εἰς τοὺς κατοίκους, ὡς ἐτήσιον φόρον, ἕνα κορίτσι τοὐλάχιστον. Καὶ ὁ Σουλτάνος, καθὼς ἤκουσε νὰ λέγουν, μίαν φορὰν παντρεύεται τὸν χρόνον.


Δυστυχῶς ὑπῆρξε πολὺ βραχύβιος, δὲν ἐπρόφθασε νὰ φθάσῃ εἰς ἡλικίαν. Καὶ ὑπῆρξεν ὁ τελευταῖος τῆς γενεᾶς του. Παιδίον ὅταν ἦτο, εἰς τὸν ἀνεμόμυλον ὅπου εἶχεν ἀνατραφῆ, εἶχον ἀποθάνει τὰ δύο ἀδελφάκια του. Κατόπιν ἀπέθανεν ἡ γριά, ἡ μάννα του, ὕστερον ὁ γέρος. Τοῦ ἐφάνη ὅτι εἶχε πέσει ἀπ᾽ ἐπάνω τους ὁ ἀνεμόμυλος καὶ τοὺς ἐπλάκωσε, καὶ πράγματι ἔπεσεν, ἀφοῦ ὁ γέρος δὲν ἐζοῦσε πλέον διὰ νὰ τὸν ἀλέθῃ. Ἀπὸ τὸν μύλον ἕως τὰ Μνημούρια, τὸ κοιμητήριον τοῦ χωρίου, ἦτο πολὺ σιμά.
Οἱ γονεῖς του ἦσαν καλοὶ χριστιανοί, ἐσκέφθη, καὶ δὲν ἐπέβαλαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους μεγάλην ἀγγαρείαν, νὰ τοὺς κουβαλοῦν μακρὰν διὰ νὰ τοὺς θάψουν. Πλὴν καὶ αὐτός, ἀρκετὰ ἐτάισε τοὺς πεθαμένους, εἶπε, καὶ ἦτον καιρὸς πλέον ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ βυζαίνῃ τοὺς ζωντανούς. Καὶ ἀφοῦ ὁ πεσμένος ἀνεμόμυλος δὲν ἦτο πλέον καλὸς διὰ νὰ κατοικῇ τις μέσα, ἐκουβαλήθη καὶ αὐτὸς εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς ὑψηλῆς συνοικίας, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἐκεῖ ἔστησε τὸν θρόνον του.
Ἦτο ἀνεγνωρισμένος ἡγεμὼν ὅλων τῶν μαγκῶν καὶ φοβερὸς πολέμιος ὅλων τῶν παιδίων τοῦ σχολείου. Ὅλα τὰ παιδιὰ «τοῦ ἔκαναν τὸ σκῆμα»*. Ἦτο ὁ Μῆτρος ―ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος― ἢ «Τσηλότατος Γιατρός». Πόθεν καὶ διατί ὠνομάσθη οὕτω; Ἄδηλον. Ἴσως νὰ ἦτο παιδικὴ ἀντίληψις τοῦ «ὑψηλότατος» ἢ τοῦ «ἐξοχώτατος». Ἀγνοῶ.
Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου, «ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά», συνέβη νὰ περάσῃ μίαν ἡμέραν ἀπ᾽ ἐκεῖ, σιμὰ εἰς τὸν Βράχον, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν βρύσιν, ἔνθα εἶχε τὸ στραταρχεῖόν του ὁ Τσηλότατος. Αἱ πτωχαὶ γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς εἶχον παραπονεθῆ πικρῶς ἐναντίον τῆς μάστιγος. Ὁ δήμαρχος ἔσεισε τοὺς ὤμους, ἐμειδίασεν, ἀπηύθυνεν ἠπίας ἐπιπλήξεις εἰς τὸν Μῆτρον καὶ εἰς ὅλην τὴν δωδεκαμελῆ συμμορίαν τῶν μαγκῶν ―ὁ Τσηλότατος εἶχεν ἀκριβῶς μίαν δωδεκάδα, ὅσους συμβούλους εἶχε καὶ ὁ δήμαρχος― καὶ ἀπεφάνθη:
― Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν, καλέ, αὐτὸ δὲν βλάπτει. Φτάνει νὰ μὴν τὸ παρακάνουν.
*
* *
Πέντε ἢ ἓξ παιδιὰ τοῦ σχολείου, ἀπ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐκυνήγει ἀσπόνδως ὁ Τσηλότατος, εἶχον ἀναβῆ ἐν συνοδίᾳ τοῦ Μανωλιοῦ τοῦ Ταπόη εἰς τὴν ἐπάνω γειτονιάν, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγ. Βασιλείου κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος.
Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, «τό ᾽λεγε ἡ καρδιά του, μιὰ φορά». (Τοιοῦτον σχῆμα συντάξεως, μὲ τὴν ἄδειαν ὅλων τῶν γραμματικῶν, μᾶς φαίνεται παραστατικὸν διὰ τὸν ἄνθρωπον.) Ὁ Μανωλιὸς ὁ Ταπόης, ἀλλοῦ ἐπήγαιναν τὰ πόδια του, ἀλλοῦ αἱ χεῖρες καὶ ἀλλοῦ τὸ σῶμά του. Πλὴν οἱ μυῶνές του ἦσαν ἰσχυροί, καὶ ὁ γρόνθος τῆς παραλύτου χειρὸς ἐκείνης ἔσφιγγεν ὡς μάγγανος.
Ἀνέβαινον, καὶ εἶχον καὶ τὸν φόβον. Δὲν ἦτον ἡ πρώτη φορά. Κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, ὁ Μῆτρος ὁ Τσηλότατος μὲ τὸ φουσᾶτον του, ἂν καὶ μικρὸς ἀκόμα, τὸν εἶχε καταρημάξει τὸν πτωχὸν τὸν Ταπόη, μαζὶ μὲ τοὺς προστατευομένους του. Τὴν φορὰν αὐτήν, δύο ἢ τρεῖς ἐκ τῆς συμμορίας τοῦ Μήτρου, ὁποὺ ἐφύλαγαν καραούλι, εἶχον κατοπτεύσει εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης μακρόθεν τοὺς ἐρχομένους. Ἦτο ὣς δύο ὥρας μετὰ τὴν δύσιν.
―Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι, ἔρχεται· μᾶς φέρνει κελεπούρια, ἔδωκαν εἴδησιν εἰς τὸν Μῆτρον τὸν Τσηλότατον.
― Εἶναι πολλοί; ἠρώτησεν ἄλλος μάγκας, ὅστις ἵστατο πλησίον τοῦ Μήτρου.
― Εἶναι πέντ᾽ ἕξι ἑφτὰ ὀχτώ· εἶναι καμμιὰ δεκαριά… ὣς μιὰ ντουζίνα, εἶπε τὸ καραούλι.
― Σιώπα σύ! ἐπετίμησεν ὁ Μῆτρος τὸν ἐρωτήσαντα· δὲν εἶναι δουλειά σου. Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;
― Κοντεύουν· ζυγώσανε.
― Στὰ πόστα σας, ἐσεῖς! Μαζώξετε πολλὰ βράχια, διέταξεν ὁ Τσηλότατος. Ἂν δὲν σᾶς πῶ ἐγώ, κανένας μὴ ρίξῃ!
Ὅταν ἐπλησίασεν ἡ συνοδία, τὸ φουσᾶτον ἦτον ἀνυπόμονον νὰ χυθῇ ἐναντίον της. Ἀλλ᾽ ὁ Μῆτρος διέταξε νὰ μείνουν κρυμμένοι, «στὰ πόστα τους».
― Θὰ τοὺς πάρουμε κατακοντά, ἐξηγήθη ὁ Μῆτρος εἰς τὸν πλησιέστερόν του. Νὰ ψωμώσουν πρῶτα, κ᾽ ὕστερα.
― Ἄ! ἔκαμεν ἐκεῖνος.


Νὰ ψωμώσουν, ἐννοοῦσεν ὁ Μῆτρος νὰ πάρουν λεπτά, ἀφοῦ τραγουδήσουν ἐδῶ ἐκεῖ στὰ σπίτια. Ὕστερον θὰ τοὺς ἐρρίχνοντο, θὰ τοὺς ἔπαιρναν τὰ λεπτά, καὶ θὰ τοὺς ἔδιδαν καὶ ξύλο. Τὰ «βράχια», τὰ ὁποῖα εἶχον μαζέψει, θὰ ἐχρησίμευον μόνον ἂν τυχὸν ἐτρέποντο εἰς ταχεῖαν φυγὴν οἱ ἄλλοι.
Τὰ παιδία τῆς Κάτω Ἐνορίας, μοιρασθέντα εἰς δύο, εἰσῆλθον εἰς δύο μαγαζειὰ καὶ ἤρχισαν νὰ τραγουδοῦν τὸν Ἁι-Βασίλη. Ὁ Μανώλης τὸ Χταπόδι ἵστατο εἰς τὸν παραστάτην τῆς θύρας τοῦ ἑνός. Κατόπιν εἰσῆλθον εἰς ἄλλα μαγαζειά, ἀκολούθως ἀνέβησαν εἰς γνώριμα σπίτια. Ὁ Μανώλης πάντοτε φρουρὸς τῆς ἔξω θύρας.
Ἡ συμμορία τοῦ Τσηλότατου πάντοτε ἀφανὴς τοὺς παρηκολούθει ἐξόπισθεν, κρυμμένη εἰς τὰ στενὰ καὶ εἰς τ᾽ ἀγκωνάρια τῶν σπιτιῶν.
Μετὰ ὥραν ἡ συνοδία τοῦ Μανώλη κατέβη πάλιν εἰς τὴν κυρίαν ὁδόν. Ἠκούετο ὁ βρόντος τῆς τσέπης τῶν παιδίων. Ὁ Ταπόης ἐκοίταζεν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχαν ἀκούσει ψιθυρισμοὺς δύο ἢ τρεῖς φοράς. Δὲν ἐγνώριζε καλὰ τὰ κατατόπια. Ὑπωπτεύετο καὶ ἤθελε νὰ ψάξῃ, νὰ βεβαιωθῇ. Δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ τὰ παιδιὰ μοναχά τους.
―Ὁ Τσηλότατος τί νὰ γίνεται; εἶπε τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἓν τῶν παιδίων.
― Πῶς δὲ μᾶς θυμήθηκε;
― Νά ὁ Τσηλότατος! ἠκούσθη αἴφνης φοβερὰ φωνή. Τσηλότατος Γιατρός!
Ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Τσηλότατος, ὅστις ἐξεπήδησεν αἴφνης ἀπὸ ἕνα χάλασμα καὶ κατόπιν του ἔτρεξεν ὅλη ἡ συμμορία.
― Τσηλότατος Γιατρός! ἐπανέλαβον ἐν χορῷ οἱ συμμορῖταί του· κάμετε ὅλοι τὸ σκῆμα! Τσηλότατος Γιατρός!
― Πιάστε σεῖς τὰ κελεπούρια! ἐφώναξεν ὁ Τσηλότατος. Τὸ Χταπόδι τὸ κοπανίζω ᾽γώ!
Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ εὑρέθησαν ἀντιμέτωποι ὁ Τσηλότατος καὶ ὁ Ταπόης.
*
* *
Ἡ μάχη ἤρχισε. Πάραυτα ὁ πτωχὸς ὁ Ταπόης ἔφαγε δύο κατακεφαλιές, τρεῖς, τέσσαρες ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ φοβεροῦ [τοῦ] Τσηλότατου.
Δὲν ἐφαίνετο ἡ ἐλαχίστη πιθανότης, δὲν ὑπῆρχεν ἐλαχίστη ἐλπὶς ὅτι 〈δὲν〉 ἤθελε τὴν πάθῃ.
Τὸ ἓν τῶν παιδίων, τὸ ὁποῖον ἦτο σχετικώτερον τοῦ Ταπόη, ἐξεγλίστρησεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἑνὸς μάγκα καὶ ἐπλησίασε σιγὰ εἰς τὸν Ταπόην.
Τὸ παιδίον τοῦτο ἐννοοῦσε καλῶς τὴν γλῶσσαν τοῦ Μανώλη. Ὁ προβλεπτικὸς Ταπόης τοῦ εἶχεν εἰπῆ διὰ γλώσσης καὶ διὰ χειρονομίας:
― Ἅα γῇς Τότατο μάμι μίμι, ἔα ντά, χέι τὸ ἀὸ χέι. (Τουτέστιν· ἅμα ἰδῇς τὸν Τσηλότατο νὰ κοντεύῃ νὰ μὲ κάμῃ ψοφίμι, ἔλα κοντὰ νὰ μοῦ βάλῃς τὸ χέρι αὐτὸ (τὸ ἀριστερὸ) εἰς τὸν καρπὸν τοῦ ἄλλου χεριοῦ (τοῦ δεξιοῦ.))
Κατὰ τὴν κρίσιμον στιγμὴν τὸ παιδίον αὐτὸ ἐνθυμήθη τὴν σύστασιν, ἐπλησίασεν εἰς τὸν Ταπόην κ᾽ ἐδοκίμασε νὰ ἐκτελέσῃ τὴν συνταγήν. Ἐπέτυχε.
― Τί τοῦ ἔκαμες, βρέ; Μάγια; ἠρώτησαν οἱ ἄλλοι.
*
* *
Μετὰ μίαν στιγμὴν ὁ λαιμὸς τοῦ Τσηλότατου εὑρίσκετο ὡς ἐν φοβερᾷ ἁρπάγῃ ἐντὸς τοῦ σφιγκτοῦ γρόνθου μὲ τοὺς γαμψοὺς ὄνυχας, τῆς πελωρίας χειρὸς τοῦ Ταπόη. Ὁ Τσηλότατος ἀφῆκε πνιγμένην κραυγήν. Ἤσπαιρεν, ἠγωνία, ἐσφάδαζεν. Ὀλίγον ἀκόμη ἂν ἔσφιγγεν ὁ Ταπόης, δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον Τσηλότατος.
― Πόκυλου! ἔκραξε μόνον ὁ Ταπόης. (Χασαπόσκυλο!)
Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας, ἐκρέμασαν τὰ χέρια κάτω, καὶ ἄφησαν τὰ «κελεπούρια». Δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ψάξουν τὰ θυλάκια.
Ἡ συνοδία ἀπὸ τὴν Κάτω Ἐνορίαν ἀνεθάρρησε.
― Μπράβο, Μανώλη! Μπράβο!
Ὀλίγον ἀκόμη, καὶ οἱ ἀμυντικοὶ θὰ ἐλάμβανον ἐπιθετικὴν στάσιν. Ὁ Τσηλότατος ἐπνίγετο, ἐρρόγχαζεν, ἐξεψυχοῦσε. Τὰ μάτια του εἶχαν πεταχθῆ ἔξω ἀπὸ τὰς κόγχας. Ἡ ἀνταύγεια ἀπὸ τοὺς λύχνους τῶν μαγαζειῶν τὰ ἐδείκνυε τρομερὰ εἰς τὴν νύκτα. Ἡ σελήνη ἔλαμπεν ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλά. Σιωπὴ καὶ τρόμος καὶ ἀγωνία.
Ἓν τῶν παιδίων ἀπὸ τὴν συμμορίαν ἔτρεφεν ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Τσηλότατον. Τὸν ἠγάπα ὡς ἀδελφοποιτόν. Τὸ παιδίον τοῦτο εἶχεν ἀκούσει νὰ λέγουν ὅτι ὁ Ταπόης, ὅταν συνέβη ποτὲ ν᾽ ἀκούσῃ ὅτι ἡ μήτηρ του ἀρρώστησεν ἔξαφνα, ἔτρεξεν ἔξαλλος ἐκ τρόμου καὶ ἀπελπισίας. Αἴφνης τοῦ ἦλθεν ἡ ἐνθύμησις αὐτή. Τὸ παιδίον αὐθορμήτως ἐφώναξε:
― Πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου, Μανώλη! Μανώλη, τρέχα, πεθαίν᾽ ἡ μάννα σου!
*
* *
Διὰ νὰ σωθῇ τις ἀπὸ τοὺς ὀδόντας τῆς Σκύλλης, τὸν παλαιὸν καιρόν, ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθῇ τὴν μητέρα τοῦ τέρατος. «Αὐδᾶν δὲ Κραταιίν, μητέρα τῆς Σκύλλης, ἥ μιν τέκε πῆμα βροτοῖσιν».
Εἰς τοὺς καθ᾽ ἡμᾶς χρόνους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται τὸν Ἅγιον Φανούριον, ὀφείλουν νὰ λέγουν: «Θεὸς σχωρέσ᾽ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου! Θεὸς σχωρέσ᾽ την!» Ἡ σύμπτωσις μαρτυρεῖ ἁπλῶς πόσον κοινὴ εἶναι ἡ πρὸς τὴν μητέρα φιλοστοργία, καὶ εἰς τοὺς Ἁγίους καὶ εἰς τὰ τέρατα.
Ὁ Ταπόης ἐτρόμαξε, κατεπλάγη, ὠχρίασεν. Ἐπίστευσε πρὸς στιγμὴν τὸ ψευδὲς ἄγγελμα· ἡττήθη ἀπὸ τὸ τέχνασμα τὸ παιδαριῶδες. Ἀφῆκε τὸν λαιμὸν τὸν ὁποῖον ἀγρίως ἔσφιγγεν. Ὁ Τσηλότατος ἐγλύτωσεν εὐθηνά, τὴν βραδιὰν ἐκείνην.
Τὰ παιδιὰ τῆς συμμορίας εἶχον ἀρχίσει νὰ διασκορπίζωνται. Οἱ δύο γείτονες καταστηματάρχαι ἐπῆραν εἴδησιν ἐν τῷ μεταξύ. Ἐξῆλθον μὲ φωνὰς καὶ μ᾽ ἐπιπλήξεις. «Τ᾽ εἶν᾽ ἐδῶ; Τί γίνετ᾽ ἐδῶ;»
Ὁ Τσηλότατος, ζαλισμένος, ἔπεσεν εἰς μίαν γωνίαν, διὰ νὰ ἀναλάβῃ πνοήν. Καὶ τὰ λοιπὰ παιδία, ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἀφωσιωμένου, ὅστις εἶχεν ἐπινοήσει καὶ ἐκτελέσει τὸ τέχνασμα, ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
Ὁ Μανώλης μετὰ τῆς συνοδίας του κατῆλθον πρὸς τὴν ἐνορίαν των. Ὅλα τὰ παιδιὰ ἦσαν ὑπερήφανα καὶ καμαρωμένα. Αὐτὴν τὴν χρονιάν, ἐξῆλθον νικηταὶ ἀπὸ τὸν ἀγῶνα. Ὁ Μανώλης ἦτον ἐντροπιασμένος, διότι ἐπίστευσε τὸ ψευδολόγον παιδίον.
― Δὲν πειράζει· τὸν ἐπαρηγόρησεν ὁ Βαγγέλης, ἐκεῖνος ὅστις ἐγνώριζε τὴν γλῶσσάν του, καὶ ὅστις εἶχεν ἐκτελέσει τὸ πείραμα τῆς ἐμβολῆς καὶ τῆς κατευθύνσεως τῆς χειρός. ― Καλύτερα ποὺ σὲ γέλασε, παρὰ νὰ σοῦ τό ᾽λεγε ἀλήθεια καὶ νὰ λὲς πάλι, καθὼς τὴν ἄλλη φορά, ―θυμᾶσαι;― ποὺ κινδύνεψε ν᾽ ἀποθάνῃ ἡ μάννα σου: «Πᾶ μένη! †πᾶ-ντα·† μένη!» (Πάει, καημένη! πανταπάει, κατακαημένη!)
(1899)

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Παραμύθια για την Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας-3 Δεκεμβρίου

 Ο μολυβένιος στρατιώτης, του Χανς-Κρίστιαν Άντερσεν

Κάποτε ένας κατασκευαστής παιχνιδιών αποφάσισε να φτιάξει μια σειρά από στρατιωτάκια. Πήρε λοιπόν ένα κομμάτι καλό ξύλο και άρχιζε να το ροκανίζει και να προσπαθεί να του δώσει μορφή. Αφού λοιπόν πέρασαν πολλές ημέρες και το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό άρχισε να σκέφτεται με τι άλλο υλικό θα μπορούσε να φτιάξει τα μικρά του στρατιωτάκια. Κάποια μέρα ψάχνοντας στην αποθήκη του εργαστηρίου να βρει ένα εργαλείο έπεσε το μάτι του σε μια παλιά μολυβένια κατσαρόλα. Σκέφτηκε να κάνει ένα καλούπι και λιώνοντας την κατσαρόλα να φτιάξει μολυβένια στρατιωτάκια. Έτσι και έγινε.
Αφού έφτιαξε ένα πολύ καλό καλούπι έλιωσε την μολυβένια κατσαρόλα και κατασκεύασε 40 στρατιωτάκια. Μετά έκατσε και τα ζωγράφισε. Έκανε κόκκινες τις στολές τους και μαύρα τα παντελόνια τους και πράσινα τα καπελάκια τους με ένα κόκκινο φτερό.
Το ένα όμως στρατιωτάκι βγήκε από λάθος με ένα πόδι παρόλα αυτά το κουτσό στρατιωτάκι στεκόταν όρθιο όπως τα αλλά που είχαν δυο πόδια. Ο τεχνίτης ενθουσιασμένος από τους μικρούς στρατιώτες που έφτιαξε τους αράδιασε στη  βιτρίνα του μαγαζιού με τέτοιο τρόπο που έδιναν την εικόνα ενός μικρού στρατού.
Κάποια μέρα ένα ανδρόγυνο αφού θαύμασε αρκετή ώρα την βιτρίνα με τα στρατιωτάκια μπήκε στο μαγαζί και  τα αγόρασε όλα για να τα κάνει δώρο στη γιορτή του μικρού τους γιου. Ο μικρός μόλις άνοιξε το κουτί και αντίκρισε το μικρό στρατό έβγαλε μια φωνή από την χαρά του. Αχού τι ωραία στρατιωτάκια, σας ευχαριστώ που για το δώρο, θα τα βάλω αμέσως κάτω να παίξω. Αμέσως λοιπόν τα έστησε επάνω στο τραπέζι μαζί με τα άλλα δώρα πλάι στο ανάπηρο στρατιωτάκι στεκόταν στο ένα της πόδι σε μια χορευτική φιγούρα μια κούκλα μπαλαρίνα που φορούσε ένα κοντό φορεματάκι από ταυτα. Το στρατιωτάκι μόλις αντίκρισε την κούκλα δίπλα του αισθάνθηκε ένα σκίρτημα στην καρδιά του. Αυτή η γυναίκα είναι για μένα είπε. Κρύφτηκε πίσω από έναν χάρτινο πύργο και περίμενε να νυχτώσει για να πάει κρυφά από τα άλλα στρατιωτάκια να της μιλήσει.
Το βράδυ λοιπόν μόλις τα παιδιά πήγαν για ύπνο και στο σπίτι έπεσε σκοτάδι και σιωπή το στρατιωτάκι άρχισε να ψάχνει να βρει την πανέμορφη μπαλαρίνα μα πουθενά. Κουρασμένος  μετά από αρκετή ώρα ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξύπνησε το αγόρι πήγε κατευθείαν στο τραπέζι με τα παιχνίδια πήρε τον κουτσό στρατιώτη και τον έβαλε στο έξω περβάζι του παράθυρου για να φυλαει το σπίτι. Σε λίγο έπιασε δυνατή βροχή και δυο παιδιά που περνούσαν απέξω στάθηκαν κάτω από την μαρκίζα του παραθύρου για να μη βραχούν. Κάποια στιγμή είδαν το κουτσό στρατιωτάκι και το πήραν. Αφού έκοψαν ένα μεγάλο πλατύφυλλο από ένα δέντρο έβαλαν επάνω το μικρό στρατιωτάκι και το έβαλαν με προσοχή πάνω στην επιφάνεια του νερού που κυλούσε στο ρυάκι του δρόμου. Ο μικρός στρατιώτης ταξίδεψε έτσι πάνω στο φύλλο για πολύ ώρα ώσπου κάποια στιγμή έφτασε σε έναν αγωγό που τον παρέσυρε σε έναν σκοτεινό υπόνομο.
 - Αχ! τι πυκνό σκοτάδι είναι αυτό εδώ μέσα;
 - Αχ! τι καλά που ήταν να είχα την αγαπημένη μου χορεύτρια εδώ δίπλα μου.
Ξαφνικά την ησυχία του υπονόμου αναστάτωσαν στριγκλιές από τα ποντίκια που  κατοικούσαν εκεί και ένας χοντρός ποντικός παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε:
 - Για πες μου φιλαράκο πως βρέθηκες εσύ εδώ μέσα;
 - Δεν ξέρεις πως εδώ είναι περιοχή ελεγχόμενη από εμάς τα ποντίκια;
 - Έκανες παρά πολύ άσχημα που τρύπωσες στο σπίτι μας.
Το στρατιωτάκι χωρίς να δώσει καμία απάντηση συνέχισε το ήρεμο ταξίδι του στο φυλλαράκι που το παρέσυραν μακριά τα νερά του υπονόμου. Τα ποντίκια θυμωμένα από την περιφρόνηση του στρατιώτη όρχησαν αμέσως να φωνάζουν:
 - Πιάστε τον, πιάστε τον μην το αφήσετε να απομακρυνθεί…
 - Αυτός είναι κατάσκοπος ….κατάσκοπος!
Τα νερά του υπονόμου σύντομα έφτασαν στη θάλασσα, μεγάλα κύματα αναποδογύρισαν το μεγάλο πλατύφυλλο και ο μικρός μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να βυθίζεται στα βαθιά νερά…
Όταν ένα μεγάλο ψάρι τον πλησίασε γρήγορα άνοιξε το στόμα του και τον κάταπιε ολόκληρο.
 - Ποπό τι πυκνό σκοτάδι είναι εδώ μέσα….
Το μικρό στρατιωτάκι δεν έχασε το θάρρος του έμεινε ακίνητο με το όπλο στον ώμο του. Κάποια στιγμή το ψάρι άρχισε να σπαρταρά και να στριφογυρίζει σαν τρελό. Μετά από λίγο έμεινε ακίνητο και μετά από αρκετό χρονικό διάστημα κάποιος άνοιξε το στόμα του ψαριού και μια φωνή ακούστηκε:
Αχ! απίστευτο το στρατιωτάκι μας που το παρέσυρε το ρυάκι πριν από μερικές μέρες βρίσκετε μέσα στο στόμα του ψαριού.
Τότε το στρατιωτάκι κατάλαβε τι είχε συμβεί… Κάποιος ψαράς έπιασε το ψάρι το πήγε στην αγορά και το αγόρασε η μαγείρισσα που δούλευε στο σπίτι που ζούσε ο μικρός και οι γονείς του που έκαναν δώρο για την γιορτή του τα μολυβένια στρατιωτάκια. Η μαγείρισσα πήρε προσεκτικά το στρατιωτάκι από το στομάχι του ψαριού  και το πήγε στο τραπέζι που ήταν και τα άλλα στρατιωτάκια το μικρό αγόρι ξετρελαμένο από την χαρά του έπλυνε προσεκτικά το στρατιωτάκι τόκοι φάνηκαν πάλι λαμπερά τα ωραία χρώματα της στολής του. Ο μικρός όμως στρατιώτης ήταν ζαλισμένος από την ξαφνική επιστροφή του στο σπίτι και αισθανόταν ευτυχισμένος που βρισκόταν πάλι στην αγαπημένη του χορεύτρια. Τότε εκείνη γύρισε και κοίταξε επιτέλους το ανάπηρο στρατιωτάκι. Η καρδιά της σκίρτησε από λαχταρά να τον αγγίξει.
Ο στρατιώτης ένιωσε μια ευτυχία να πλημμυρίζει την καρδιά του.
Σε λίγες μέρες που το αγόρι είχε τους φίλους του μαζεμένους στο σπίτι ένα παιδί άθελα του έσπρωξε το μικρό στρατιωτάκι και εκείνο έπεσε στο αναμμένο τζάκι. Αμέσως η στολή του τυλίχτηκε στις φλόγες.
 - Αχ! Αχ! καίγομαι…. Καίγομαι…
Σιγά σιγά το στρατιωτάκι άρχισε να λιώνει με την σκέψη του όμως πάντα στην πολυαγαπημένη του χορεύτρια. Εκείνη την στιγμή η πόρτα άνοιξε από έναν δυνατό άνεμο και ο αέρας που μπήκε στο δωμάτιο παρέσυρε την μικρή χορεύτρια και την έριξε και αυτή στο τζάκι δίπλα στον αγαπημένο της στρατιώτη. Άρχισε και αυτή λοιπόν να καίγεται πλάι του. Έτσι τελείωσε η θλιβερή αυτή ιστορία του μικρού μολυβένιου στρατιώτη και της πανέμορφης χορεύτριας που χάθηκαν μαζί!

Παραμύθια για την Παγκόσμια Ημέρα Αναπηρίας-3 Δεκεμβρίου

 Ο Τοσοδούλης, των αδελφών Grimm


 
 
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός χωρικός. Τα βράδια φρόντιζε την φωτιά στο σπίτι και δίπλα του καθόταν η γυναίκα του που έπλεκε. Μια μέρα λέει στη σύντροφό του «Πόσο μονότονα που είναι αφού δεν έχουμε παιδιά! Έχουμε τόση ησυχία στο σπίτι μας ενώ τα άλλα σπίτια έχουν φασαρία και χαρά!» «Ναι»απάντησε αναστενάζοντας η γυναίκα «ας είχαμε ένα μόνο παιδάκι και ας ήταν τόσο δα μικρό» είπε δείχνοντας τον αντίχειρά της, «εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη και θα το αγαπούσαμε με όλη μας την καρδιά!» 
Τότε η γυναίκα αρρώστησε και μετά από επτά μήνες γέννησε ένα παιδάκι το οποίο ήταν μεν αρτιμελής αλλά δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος έναν αντίχειρα. Το ζευγάρι είπε τότε πως εκπληρώθηκε η ευχή του, και φρόντιζε με αγάπη το μικρό αγοράκι και το ονόμασαν Τοσοδούλη. Οι γονείς δεν του στέρησαν ποτέ φαγητό αλλά το παιδί δεν μεγάλωσε και έμεινε μικρό όπως ήταν την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Ωστόσο αντιλαμβανόταν τα πάντα και ήταν πολύ έξυπνο και εργατικό. 
Μια μέρα ο αγρότης ετοιμάστηκε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα και μονολογούσε 
«Τι καλά που θα ήτανε αν είχα κάποιον μου φέρει την άμαξα όταν τελειώσω με το κόψιμο των ξύλων!» «Μα πατέρα εγώ είμαι εδώ,» φώναξε ο Τοσοδούλης «μείνε ήσυχος ότι θα σου φέρω την άμαξα ότι ώρα την χρειαστείς.» Ο πατέρας γέλασε και είπε: «Πως θέλεις να το κάνεις αυτό αφού είσαι πολύ μικρός για μια τόσο δύσκολη δουλειά;» «Δεν πειράζει πατέρα μόνο θα βάλω την μητέρα να ετοιμάσει την άμαξα και εγώ θα μπω στο αυτί του αλόγου και θα του δίνω διαταγές προς τα που θα πρέπει να πηγαίνει!» «Λοιπόν» απάντησε ο αγρότης «για μία φορά μπορούμε να το δοκιμάσουμε!» 
 
Όταν ήρθε η ώρα η μητέρα έζεψε την άμαξα και έβαλε τον Τοσοδούλη στο αυτί του αλόγου. Ο μικρός άρχισε τότε να δίνει εντολές, «
χιου και χο! Χοτ και χαρ!» Το άλογο υπάκουε και ακολουθούσε τις εντολές σαν να το οδηγούσε ο αφέντης του και πήγαινε στο σωστό δρόμο για το δάσος.
Την ώρα όμως που έστριβε σε ένα δρόμο και φώναζε «
χαρχαρ!» περνούσαν δύο ξένοι και απόρησαν με το θέαμα. «Αμάν τι γίνεται» αναρωτήθηκε ο ένας «μία άμαξα προχωράει στο δρόμο, με έναν αμαξά ο οποίος δίνει εντολές στα άλογα αλλά παρόλα αυτά δεν φαίνεται πουθενά.» «Κάτι δεν πάει καλά εδώ» απάντησε ο άλλος «ας ακολουθήσουμε την άμαξα για να δούμε που θα σταματήσει!» Η άμαξα όμως μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και έφτασε σωστά στο μέρος στο οποίο είχαν κοπεί τα ξύλα. Όταν ο Τοσοδούλης είδε τον πατέρα του φώναξε: «είδες πατέρα έφτασα με την άμαξα, τώρα κατέβασε με.» Ο πατέρας έπιασε το άλογο με το αριστερό χέρι και έβγαλε τον Τοσοδούλη με το δεξί χέρι από το αυτί του αλόγου. Όταν οι δύο ξένοι είδαν τον μικρούλη τα έχασαν και δεν ήξεραν τι να πουν. Τότε πιάνει ο ένας το χέρι του άλλου και του λέει συνωμοτικά: «Άκου, ο μικρούλης μπορεί να είναι η τύχη μας, θα τον πάρουμε μαζί μας στη μεγάλη πόλη και θα τον δείχνουμε στα πανηγύρια. Πάμε να τον αγοράσουμε!» Πήγαν και είπαν στον αγρότη: «Πούλησε μας τον μικρό άνθρωπο και θα τα περάσει καλά μαζί μας.» «Όχι» απάντησε ο πατέρας «είναι η η ίδια μου η ψυχή και δεν το δίνω για όλο το χρυσάφι του κόσμου.» Ο Τοσοδούλης όμως ο οποίος άκουσε το παζάρι πιάστηκε από την πιέτα του παντελονιού του πατέρα και σκαρφάλωσε στον ώμο του. Τότε του ψιθύρισε στο αυτί: «Πατέρα δώσε με και εγώ θα επιστρέψω πάλι!» Τότε ο πατέρας τον έδωσε στους άνδρες παίρνοντας μια καλή ανταμοιβή. «Που θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησαν οι ξένοι. «Βάλτε με στην άκρη του καπέλου σας τότε θα μπορέσω να ανεβοκατεβαίνω και να παρατηρώ το τοπίο χωρίς να πέσω κάτω.» Οι ξένοι του έκαναν το χατίρι και αφού ο Τοσοδούλης αποχαιρέτησε τον πατέρα του ξεκινήσανε. 


Έτσι περπάτησαν μέχρι το σούρουπο οπότε ο μικρός τους είπε « κατεβάστε με κάτω είναι ανάγκη.» «Μείνε επάνω» του είπε ο άνδρας στο κεφάλι του οποίου καθόταν»δεν με ενοχλεί άλλωστε συμβαίνει συχνά τα πουλιά να αφήνουν να πέσει κάτι στο κεφάλι μου.» «Όχι» απάντησε ο Τοσοδούλης «δεν είναι σωστό: κατεβάστε με κάτω γρήγορα.» Ο άνδρας πήρε το καπέλο του και το κατέβασε σε ένα χωράφι που βρισκόταν παραδίπλα στο δρόμο. Στην αρχή ο Τοσοδούλης έτρεξε ανάμεσα σε κάποιες φλούδες πέρα δώθε, μετά πετάχτηκε και μπήκε μέσα σε μία ποντικότρυπα που είχε
 προηγουμένως εντοπίσει. «Καλό σας βράδυ κύριοι, επιστρέψτε σπίτι σας χωρίς εμένα» είπε τότε ο μικρός και άρχισε να γελάει κοροϊδευτικά. Οι άνδρες ήρθαν και έβαζαν μακριά ξύλα μέσα στην ποντικότρυπα, αλλά ήταν μάταιος κόπος: ο Τοσοδούλης τρύπωνε ολοένα και βαθύτερα μέσα στην τρύπα και καθώς μετά από λίγο νύχτωσε εντελώς οι δύο ξεκίνησαν τσαντισμένοι και απογοητευμένοι για το σπίτι τους.
Όταν ο Τοσοδούλης κατάλαβε ότι είχαν φύγει, βγήκε πάλι από την υπόγεια κρυψώνα του. «Τα πράγματα στο χωράφι μπορούν γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνα το βράδυ» είπε «πόσο εύκολα μπορεί κανείς σπάσει τον λαιμό του ή το πόδι του». Ευτυχώς έπεσε πάνω σε ένα άδειο καβούκι σαλιγκαριού. «Δόξα τον Θεό εδώ θα μπορέσω να περάσω την νύχτα με ασφάλεια» είπε και μπήκε μέσα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, ίσα ίσα που είχε αποκοιμηθεί όταν άκουσε δύο άνδρες να περνάνε από πλάι του. Ο ένας έλεγε στο άλλο: «Πρέπει να σκεφτούμε κάτι για να πάρουμε τα λεφτά και το ασήμι από τον πλούσιο παπά!»
«Θα σου πω εγώ τι να κάνεις!» φώναξε απρόσκλητα ο Τοσοδούλης.
«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε τρομαγμένος ο ένας ληστής «ακούω κάποιον να μιλάει!» Στάθηκαν και οι δύο για να ακούσουν και ο Τοσοδούλης τους φώναξε πάλι: «πάρτε με μαζί σας και θα σας βοηθήσω.Δείτε προς τη γη και ψάξτε από κει που ακούγεται η φωνή μου». Τελικά οι ληστές βρήκαν τον μικρό και τον σήκωσαν ψηλά. «Πως θα μπορέσεις να μας βοηθήσεις αλητάκο;» τον ρώτησαν. «Είναι πανεύκολο, θα περάσω μέσα από τα κάγκελα στο δωμάτιο του παπά και θα σας δώσω ότι θέλετε.»
«Προχώρα να σε δούμε» του απάντησαν. Όταν έφτασαν στο σπίτι του παπά, ο Τοσοδούλης τρύπωσε στην κάμαρα και άρχισε να φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;» Οι ληστές τρόμαξαν και του λένε «Πιο σιγά, μίλα πιο σιγά θα ξυπνήσουμε τον παπά.» Αλλά ο Τοσοδούλης έκανε ότι δεν κατάλαβε και φώναζε «Τι θέλετε να σας φέρω; Τα θέλετε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα;»
Έτσι η μαγείρισσα που κοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε για να δει τι συμβαίνει. Οι ληστές φοβήθηκαν και έτσι απομακρύνθηκαν λίγο. Τελικά ξαναβρήκαν το θάρρος τους και σκέφτηκαν ότι ο μικρός θέλει να τους ξεγελάσει. Επέστρεψαν και του είπαν ψιθυριστά: «Σοβαρέψου επιτέλους και άρχισε να μας φέρνεις πράγματα» Τότε ο Τοσοδούλης φώναξε για ακόμη μία φορά με όλη του τη δύναμη: «θέλω να σας δώσω τα πάντα, για περάστε τα χέρια σας μέσα.» Η μαγείρισσα η οποία είχε στήσει αυτί τον άκουσε, πετάχτηκε από το κρεβάτι και μπήκε παραπατώντας στη κάμαρα. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια και έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε κάποιο άγριο τέρας. Η μαγείρισσα όμως δεν μπόρεσε να δει τίποτε το ασυνήθιστο και πήγε να ανάψει ένα κερί για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κανείς.

Μόλις επέστρεψε έφυγε και ο Τοσοδούλης χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Η κοπέλα αφού έψαξε σε κάθε γωνία της κάμαρης αποφάσισε να ξανα-ξαπλώσει και σκέφτηκε ότι απλώς θα είχε ονειρευτεί με ανοιχτά μάτια.
Ο Τοσοδούλης κατέβηκε σκαρφαλώνοντας μέχρι τα χόρτα και αφού βρήκε ένα αναπαυτικό μέρος σε ένα δεμάτι σανό ετοιμάστηκε να κοιμηθεί. Σκόπευε να περάσει την νύχτα του εκεί και όταν θα ξημέρωνε θα επέστρεφε στο σπίτι του και στους γονείς του. Αλλιώς όμως τα σχεδίαζε και αλλιώς ήρθαν τα πράγματα. Μόλις άρχισε να ξημερώνει η παραδουλεύτρα σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ταΐσει τα ζώα. Πήγε αμέσως στον στάβλο και άρπαξε ένα δεμάτι σανό και ήταν ακριβώς το δεμάτι στο οποίο κοιμόταν ο Τοσοδούλης. Ο Τοσοδούλης κοιμόταν τόσο βαθιά και δεν ξύπνησε παρά όταν βρέθηκε μέσα στο στόμα της αγελάδας στην οποία είχαν ταΐσει το σανό. «Θεέ μου» αναφώνησε «πως βρέθηκα μέσα στο στιλβωτήριο;», σύντομα όμως κατάλαβε που βρισκόταν. Τότε προσπάθησε με να αποφύγει τα δόντια της αγελάδας τα οποία θα τον κομμάτιαζαν και τελικά γλίστρησε μαζί με τον σανό στο στομάχι της αγελάδας. «Σε αυτό το καμαράκι ξέχασαν να βάλουν παράθυρα και δεν περνάει ο ήλιος» συμπέρανε, «ούτε καν ένα κεράκι δεν μου φέρανε.» Γενικά δεν του άρεσε καθόλου το μέρος και το χειρότερο ήταν ότι όλο και περισσότερος σανός έμπαινε από την πόρτα και ο χώρος γινόταν ολοένα και στενότερος. Τότε πανικόβλητος άρχισε να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!»
Η κοπέλα εκείνη τη στιγμή άρμεγε την αγελάδα και όταν άκουσε τον Τοσοδούλη χωρίς να τον βλέπει, θυμήθηκε ότι ήταν η φωνή που είχε ακούσει και την προηγούμενη νύχτα. Τόσο πολύ φοβήθηκε που γλίστρησε από το καρεκλάκι της και έχυσε το γάλα. Έτρεξε τότε στο σπίτι φωνάζοντας: «Πάτερ η αγελάδα μιλάει, ω Θεέ μου η αγελάδα μιλάει!» «Τρελάθηκες;» απάντησε ο παπάς αλλά πήγε και ο ίδιος στον στάβλο για να δει το συμβαίνει. Πριν καλά καλά φτάσει ο παπάς, ο Τοσοδούλης φώναξε ξανά: «Δεν θέλω άλλη τροφή, δεν θέλω άλλη τροφή!» Ο παπάς πίστεψε ότι κάποιος κακός δαίμονας είχε καταλάβει την αγελάδα και ζήτησε να την σφάξουν. Αφού τεμάχισαν το ζώο πέταξαν το στομάχι του μαζί με τον Τοσοδούλη στα σκουπίδια. Ο Τοσοδούλης δυσκολεύτηκε πολύ για να βγει από το πεταμένο στομάχι όταν όμως πλησίαζε να βγάλει το κεφάλι του μια νέα συμφορά τον βρήκε. Ένας πεινασμένος λύκος έφτασε γρήγορα και κατάπιε όλο το στομάχι κάνοντας το μία χαψιά. Ο Τοσοδούλης δεν έχασε το θάρρος του και σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να είναι συζητήσιμος. Έτσι άρχισε να φωνάζει «κύριε λύκε, ξέρω να σας οδηγήσω σε ένα μέρος όπου υπάρχει εξαίσιο φαγητό!» «Που μπορώ να το βρω;» ρώτησε ο λύκος. «Λοιπόν άκουσε με υπάρχει ένα σπίτι που θα να μπεις μέσα από την πόρτα της γάτας και εκεί θα βρεις άφθονα γλυκά, λαρδί και λουκάνικα» και του περιέγραψε πως να πάει στο σπίτι του πατέρα του. Ο λύκος άλλο που δεν ήθελε και το βράδυ στριμώχτηκε και μπήκε στο σπίτι. Καθώς έφτασε στην αποθήκη έφαγε όσο τραβούσε η καρδιά του. Όταν όμως χόρτασε και θέλησε να φύγει, είχε γίνει τόσο χοντρός που δεν μπορούσε να βγει από τον ίδιο δρόμο. Αυτό το είχε υπολογίσει ο Τοσοδούλης και άρχισε μέσα από το σώμα του λύκου να φωνάζει και να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Σταμάτα να φωνάζεις» είπε ο λύκος «θα ξυπνήσεις τους ανθρώπους!» «Ε και;» απάντησε ο μικρός «εσύ έφαγες του σκασμού, τώρα θέλω να καλοπεράσω και εγώ» και άρχισε πάλι να φωνάζει με όλες του τις δυνάμεις. Επιτέλους ξύπνησαν οι γονείς του Τοσοδούλη και τρέξανε στην αποθήκη όπου είδαν από την κλειδαρότρυπα τι συμβαίνει. Όταν είδαν ότι υπήρχε ένα λύκος έφυγαν και ο πατέρας έφερε ένα τσεκούρι ενώ η μητέρα ένα δρεπάνι. «Μείνε πίσω μου» είπε ο πατέρας όταν μπήκαν στην αποθήκη «αν δεν σκοτωθεί μετά το χτύπημα που θα του δώσω θα πρέπει να τον χτυπήσεις και εσύ για να τον κόψεις στα δύο.» Ο Τοσοδούλης που είχε ακούσει την φωνή του πατέρα του φώναξε: «πατέρα, είμαι εδώ μέσα στο σώμα του λύκου.» Ο πατέρας γεμάτος χαρά είπε «δόξα τον Θεό, το παιδάκι μας, μας ξαναβρήκε» και είπε στη γυναίκα του να αφήσει το δρεπάνι για να μη χτυπήσει τον Τοσοδούλη.
Μετά χτύπησε τον λύκο στο κεφάλι με το τσεκούρι και τον σκότωσε με την μία. Η μητέρα έκοψε το σώμα του λύκου με ένα μαχαίρι και έβγαλε τον μικρό. «Πόσο πολύ ανησυχήσαμε για σένα!» είπε ο πατέρας. «Ναι , πατέρα περιπλανήθηκα πολύ στον κόσμο και δόξα τον Θεό μπορώ πάλι να αναπνέω καθαρό αέρα. » «Που πήγες και που βρέθηκες;» «Ήμουν σε μία ποντικότρυπα, στην κοιλιά μιας αγελάδας και στο στομάχι ενός λύκου: τώρα όμως θα μείνω μαζί σας!» «Και εμείς δεν θα σε ξαναπουλήσουμε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου!» είπαν οι γονείς που αγκάλιασαν και φίλησαν τον Τοσοδούλη. Του έδωσαν να φάει και να πιει και έβαλαν να του φτιάξουν καινούρια ρούχα γιατί τα παλιά είχαν καταστραφεί στο ταξίδι.