Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Το χρονικό ενός βιβλίου-Νικόλαος Ανδρικόπουλος


Μερικές κουβέντες για το πώς και το γιατί γράφω, αλλά και εικονογραφώ τα βιβλία μου.

Κοίτα πως έρχονται καμιά φορά τα πράγματα…. Βέβαια σ’ εμένα, δεν είναι καμιά φορά, αλλά δυστυχώς αρκετές φορές. Τώρα θα μου πείτε γιατί δυστυχώς. Ε, αν διαβάσετε τη συνέχεια θα καταλάβετε. Λέω δυστυχώς γιατί αυτό το συχνά, κολλάει με τον θυμό. Δηλαδή, από θυμό, από αγανάκτηση τυχαίνει να γράφω και να εικονογραφώ ή καλύτερα, να εικονογραφώ και να γράφω βιβλία. Αναφέρομαι πρώτα στην εικονογράφηση και, δεύτερον στην συγγραφή, γιατί είμαι εικαστικός και κατά περίσταση γίνομαι και συγγραφέας. Και εξηγούμαι. Ως εικαστικός, όταν εμπνέομαι μια ιστορία, την φαντάζομαι κατ’ αρχήν ως μια αλληλουχία εικόνων, που προσομοιάζουν περισσότερο μα απόσπασμα βωβού σινεμά και, ύστερα προσθέτω φαντασιακά τον λόγο, τον οποίο και γράφω προσθέτοντάς τον στις αντίστοιχες εικόνες.




Αυτό βέβαια συνέβαινε στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας των εικονογραφημένων μου βιβλίων. Αργότερα ισορρόπησαν τα πράγματα και έκανα παράλληλα τις εικόνες μαζί με τα κείμενα και τώρα, συνήθως πρώτα το κείμενο και κατόπιν τις εικόνες. Θα έλεγα όμως, πως ο πιο συνηθισμένος τρόπος μου δημιουργίας εικονογραφημένου βιβλίου, είναι να ζωγραφίζω πρώτα μια εικόνα, που ‘πάνω σ’ αυτήν στήνεται ολόκληρη η ιστορία και η πλοκή της. Γιατί είπαμε, είμαι κατ’ αρχήν και κυρίως εικονογράφος, αφού είμαι εικαστικός, και κατά δεύτερο λόγο, κατά περίσταση και κατ’ ανάγκη, συγγραφέας εικονογραφημένων βιβλίων. Βιβλία που προσδοκώ μ’ αυτά, να βοηθήσω να διορθωθούν, κάποια κακώς κείμενα στην Ελληνική κοινωνία κι ενίοτε στον κόσμο ολόκληρο. Θα μπορούσα ν’ αναφερθώ κατά πρώτο και κύριο λόγο με χρονολογική σειρά, στο βιβλίο μου «η χώρα με τους παράξενους ανθρώπους», ύστερα το «δυο παπούτσια με καρότσι» και μετά το «παιχνίδια και ψιλικά». Βέβαια έχω γράψει και εικονογραφήσει κι άλλα βιβλία, με τη διττή ιδιότητα του συγγραφέα και εικονογράφου. Ευτυχώς που ο θυμός μου μεταλλάσσεται σε δημιουργικό παραγωγικό τρόπο και αποτέλεσμα. Δεν αναφέρομαι βέβαια στο ποιοτικό αποτέλεσμα. Αυτό θα το κρίνουν και το κρίνουν άλλοι. Επίσης θέλω να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι η προσδοκία μου για βελτίωση του κόσμου από τα γραπτά ‘η τις εικονογραφήσεις μου, είναι μόνο στη σφαίρα του φαντασιακού μου εγώ. Γιατί γνωρίζω ότι ούτε ένας κούκος φέρνει την άνοιξη ούτε ένα βιβλίο μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί ίσως να τον αφυπνίσει ή να την υποψιάσει. Έτσι κι αλλιώς η τέχνη, δεν απαντά σε κοινωνικά ερωτήματα. Αντίθετα θέτει κοινωνικά ερωτήματα. Δεν λύνει προβλήματα, αναδεικνύει προβλήματα. Πάντως, νιώθω την ικανοποίηση ότι έκανα ότι πιο δημιουργικό μπορούσα, να αντιδράσω, να επαναστατήσω. Έτσι λοιπόν αντέδρασα στον υφέρποντα ακόμα τότε, το 2006, ρατσισμό. Όταν έγραψα και εικονογράφησα το «η χώρα με τους παράξενους ανθρώπους». Θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει ως προφητικό, όμως λαθεύει.


Γιατί και τότε τα φαινόμενα με θαλασσοπνιγμένους πρόσφυγες ήταν συχνή πραγματικότητα, μόνο που δεν ήταν τόσο μαζική από αριθμητικής πλευράς και τόσο πολύ καθημερινή. Βέβαια το πρόβλημα από τότε, όχι μόνο δεν λύθηκε, αλλά αντιθέτως μεγεθύνθηκε. Όμως πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο συνέβαλε, στο να ευαισθητοποιηθούν κάποιοι άνθρωποι, παιδιά κυρίως, που είναι το μέλλον της ζωής, της ανθρωπότητας. Είναι αυτά που ίσως, αν εκπαιδευτούν και με τη σειρά τους εκπαιδεύσουν σωστά, μπορεί ν’ αλλάξουν και να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Να γίνει το βιβλίο αυτό, αιτία να αφυπνιστούν συνειδήσεις. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ο Πορφύριος Ξεχωριστός, ήταν ένας κόκκινος άνθρωπος που, είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια χώρα κάτασπρη σαν τους κατοίκους της, την Ασπρική. Από εκεί και μετά, μετά την ενηλικίωσή του, ξεκινά η γνωστή τραγική ιστορία του «διαφορετικού» κι εν τέλει φυγά μετανάστη-πρόσφυγα. Η εχθρικότητα των Ασπρικανών, άσπρων συμπολιτών του λόγω της διαφορετικότητάς του, η αγονία του να βρει μέσο να ταξιδέψει μέσω θαλάσσης, στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Το ναυάγιο στα όρια πνιγμού του μεσοπέλαγα, ακόμα κι άλλη μια εχθρότητα από τους κόκκινους ανθρώπους, κατοίκους του Κοκκινιστάν, σ’ αυτή τη χώρα τον ξέβρασε η θάλασσα. Όχι όμως αυτή τη φορά για τι ήταν διαφορετικός, αλλά γιατί ήταν ξένος.  Και η γνωστή συνέχεια. Σύλληψη, σήμανση, στρατόπεδο συγκέντρωσης και λίγο αργότερα, μια κλοτσιά και «ξου Από ‘δω» να πάει από ‘κει πού ‘ρθε και, πάλι από την αρχή, διαφορετικότητα και τέτοια. Ευτυχώς όλ’ αυτά έχουν αίσιο τέλος, υπάρχει  η από μηχανής συγκυρία και στο τέλος η λύτρωση και του ήρωα και του αναγνώστη, που πιθανόν ταυτίζεται μ’ αυτόν. Το « δυο παπούτσια με καρότσι» ήταν έκφραση μεγάλου θυμού για την διάκριση σε αρτιμελείς και αναπήρους εκ μέρους της επίσημης πολιτείας, αλλά και ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό εκφραζόταν με χίλιους δυο τρόπους, όπως η παραβίαση στάθμευσης οχημάτων, μπροστά, ακόμη και επάνω στις ράμπες αναπήρων στα πεζοδρόμια. Δεν έκαναν οι αρτιμελείς άνθρωποι τον κόπο να μπουν στη διαδικασία ενσυναίσθησης. Να μπουν τέλος πάντων, στη θέση των αναπήρων και να νιώσουν όπως αυτοί. Αντιμετωπίζοντας δηλαδή, την ανάγκη να κινηθούν αυτόνομα στα πεζοδρόμια και να μπορούν να περάσουν κατά βούληση  απέναντι. Αυτή είναι μια από τις καθημερινές αντιξοότητες της ζωής τους. Έτσι σκέφτηκα η ιστορία μου αυτή, να δείχνει έναν κόσμο, μια κοινωνία αντεστραμμένη. Δηλαδή η καθημερινή πραγματικότητα να είναι προσαρμοσμένη απόλυτα στις ανάγκες των αναπήρων, οπότε ο αρτιμελής επισκέπτης, Λάζαρος Εαυτούλης, στην «Χώρα του μπορώ», έτσι λένε τη χώρα των αναπήρων, βρέθηκε αντιμέτωπος με μια κοινωνία απελπιστικά δύσκολη γι’ αυτόν, σε μια κοινωνία αφόρητα εχθρική. Όλα ήταν προσαρμοσμένα στα μέτρα των αναπήρων με αμαξίδια. Πολύ χαμηλά ταβάνια, ακόμα πιο χαμηλές πόρτες, συγκοινωνίες με οχήματα μόνο για αμαξίδια και, βέβαια κτίρια χωρίς κλιμακοστάσια. Έτσι η αγονία του Λάζαρου ήταν πως και πότε θα βρει τρόπο να γυρίσει στην όμορφη χώρα του «Τιμενιαζειεμένα». Και σ’ όλ’ αυτά βέβαια υπάρχει η εικονογράφηση που κάνει ΚΑΙ τη δική της συμπληρωματική, αλλά όχι δευτερεύουσα αφήγηση. Και λέω ΚΑΙ, γιατί όχι μόνο δεν είναι απλά, συμπληρωματική, γιατί είναι κι αυτή μια κύρια αυτόνομη, αλλά παράλληλη αφήγηση. Ας πούμε δηλαδή, ότι σ’ αυτή την ιστορία, το σχόλιο της εικονογράφησης είναι, να κάνει τα κεφάλια των αρτιμελών και κυρίως του ήρωα, του Λάζαρου Εαυτούλη, με πολύ μικρά κεφάλια. Είναι μια αφήγηση με εικόνες που λένε την ιστορία με δικά τους κωδικοποιημένα λόγια, που καλούμαστε σαν αναγνώστες-θεατές να τα αποκωδικοποιήσουμε. Γιατί έχουν τα δικά τους κρυμμένα λόγια, που στο γραπτό λόγο δεν λέγονται, για να μη γίνει το κείμενο φλύαρα-περιγραφικό. Κι εκεί χρειάζεται η παρατηρητικότητα του αναγνώστη-θεατή να τα βρει και να σπάσει τους κώδικές τους.

Όπως παράδειγμα στο «η χώρα με τους παράξενους ανθρώπους» που ο καπετάνιος του σαπιοκάικου μεταφορέα του φυγά Πορφύριου, έχει tattoo  στον δεξί του βραχίονα τα σύμβολα των τεσσάρων ισχυρότερων νομισμάτων. Που δείχνει σε τι «θεό» πιστεύει αυτός ο άνθρωπος. Και τρίτο στην τριλογία διαμαρτυρίας, θα έλεγα, είναι το «παιχνίδια και ψιλικά». Σ’ αυτό φαίνεται, πως ένα πολεμικό, φιλικό παιχνίδι, μεταξύ του καταστηματάρχη ψιλικατζή κυρ Διονύση και, του μικρού Φώτη, συμβολίζει, αλλά και επικαλύπτει τον αληθινό πόλεμο που απέρχεται αχόρταγα σαρκοβόρος και καταστροφέας. Είναι αυτός που όλοι τον περιμένουν παθητικά, μη μπορώντας να αντιδράσουν, αλλά ταυτόχρονα τον φοβούνται και τον απεύχονται. Είναι αυτός που χώρισε ανθρώπους για πάντα. Όπως έκανε και με τους δύο ήρωές μας. Τον κυρ Διονύση και τον μικρό Φώτη. Κι εδώ η εικονογράφηση παίζει πάλι τον δικό της ρόλο. Υποδεικνύοντας στον αναγνώστη-θεατήεικαστικά κωδικοποιημένα, τον πραγματικό ένοχο, που είναι η απληστία του οικονομικού κέρδους, πατώντας κυριολεκτικά, στο όνομά του, επί πτωμάτων. Έτσι μ’ αυτά τα λόγια θα έλεγα ότι συνοψίζω την σχέση μου με την εικονογράφηση και τη συγγραφή, κυρίως όταν και τα δύο παράγονται ταυτόχρονα, από το δικό μου μυαλό και τα δικά μου χέρια. Βεβαίως σ’ ότι αφορά την εικονογράφηση από μόνη της, δηλαδή με πρωτογενές υλικό. Την συγγραφή, από άλλον ή άλλη συγγραφή, με τον ίδιο τρόπο λειτουργό. Πρώτον δεν έρχομαι σε καμία συνεννόηση  με τον συγγραφέα, Είναι για μένα απαράβατος κανόνας. Για να μην επηρεαστώ από τον προφορικό του λόγο και τις πιθανές επεξηγήσεις, όταν μάλιστα δεν υπάρχουν στο κείμενο. Θέλω δηλαδή να λειτουργώ ως αναγνώστης, που απλώς έχω το «χάρισμα» να αναλύω το κείμενο και να το επεξεργάζομαι και αποτυπώνω εικαστικά και (πάντα με το χέρι πάνω σε χαρτί). Μ’ αρέσει, να εκμαιεύω, από εκεί που φαινομενικά δεν υπάρχει, από το κείμενο, κρυφά μηνύματα και κώδικες, που λες κι αποζητούν κάποιον να τους ξεκλειδώσει και να τα ζωγραφίζω στο χαρτί. Αυτό με γοητεύει αφάνταστα, κάνει την εικονογράφηση σαν παιχνίδι μαντεψιάς, συνεπώς πιο δημιουργικό, πιο «βρες το και παρ’ το» και εν τέλει με ικανοποιητικότερο αποτέλεσμα για μένα, απ’ ότι θα ήταν, αν ήταν απλώς διεκπεραιωτικό, που μια τέτοια εκδοχή εικονογράφησης δεν με αφορά, επομένως την αρνούμαι και δεν την αναλαμβάνω. Κλείνοντας να πω, πως η δημιουργία ιστοριών για παιδιά, ως εικονογράφος και παράλληλα ως συγγραφέας, είναι η ανάσα μου για να ζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου