Κυρία Κεχαγιά, σας ευχαριστούμε θερμά που δεχτήκατε να μας παραχωρήσετε αυτή την ηλεκτρονική συνέντευξη! Θα θέλαμε να μας πείτε πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την λογοτεχνία.
Μεγάλη χαρά και τιμή μου να απαντήσω στις ερωτήσεις σας!
Η λογοτεχνία υπάρχει στη ζωή μου από τότε που με θυμάμαι, οπότε ας πούμε πως πρόκειται για μια σχέση ζωής. Αναγνωστική πρωτίστως και κατά προτεραιότητα. Η συγγραφή ήρθε αργότερα και, φυσικά, οι πρώτες μου συγγραφικές απόπειρες ουδόλως μπορούν να χαρακτηριστούν λογοτεχνία – μα, ουδόλως! Περισσότερο δοκιμές γραφής ή, ακόμη ακόμη, άτεχνα «σκαλίσματα» ήταν τα πρώτα μου κείμενα. Όπως το βλέπω τώρα, έτη φωτός απείχαν από τη λογοτεχνία, πάντα όμως είχα εμμονή με τον γραπτό λόγο, είτε ως αναγνώστρια είτε ως εν δυνάμει συγγραφέας.
Το επάγγελμά σας ως εκπαιδευτικού έπαιξε ρόλο στην απόφασή σας να γράψετε για παιδιά;
Νομίζω πως όχι. Εξάλλου, οι μαθητές μου είναι έφηβοι (είμαι εκπαιδευτικός της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), άρα δεν εμπίπτουν στο αναγνωστικό κοινό μου. Φανταστικές ιστορίες για παιδιά σκάρωνα ακόμη και προτού κάνω δικά μου παιδιά. Μάλλον, τελικά, η συγκλονιστική αφέλεια, η άδολη ειλικρίνεια και η αθώα σοφία των παιδιών γέννησαν την ανάγκη μου να απευθυνθώ σε αυτά.
Πώς εμπνευστήκατε το πρόσφατο βιβλίο σας Τα φυγοπούλια;
Το ηχητικό και συνειρμικό γκελ που κάνει η λέξη «προσφυγόπουλα» με τη λέξη «πουλιά» ήταν το έναυσμα. Θέλω να πω, ο τίτλος ήταν αυτός που ξεπήδησε πρώτος από μέσα μου. Η ιστορία ακολούθησε τον τίτλο, χτίστηκε πάνω στον τίτλο. Και ήθελα να είναι μια απλή ιστορία που θα λέει μεγάλες αλήθειες με απλό τρόπο. Η υπεύθυνη παιδικής λογοτεχνίας των Εκδόσεων Ψυχογιός Δομινίκη Σάνδη πίστεψε στην ιστορία των Φυγοπουλιών, η ευφάνταστη εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια απογείωσε το κείμενο και, αποκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Είναι δύσκολη η συνύπαρξη μεταξύ παιδιών από διαφορετικές κουλτούρες;
Α, όχι! Τα παιδιά πάντα βρίσκουν τον τρόπο να γεφυρώνουν τις όποιες διαφορές, να καταργούν ή να αγνοούν τις αποστάσεις. Όταν η κόρη μου ήταν έντεκα χρονών, στο πλαίσιο ανταλλαγής παιδιών μέσω Erasmus, φιλοξενήσαμε για μία εβδομάδα ένα συνομήλικό της κοριτσάκι από την Ουγγαρία, που δεν ήξερε γρυ αγγλικά. Ούτε λέξη. Κι όμως, με κάποιον μαγικό τρόπο καταφέραν να συνεννοηθούν με την κόρη μου και, μέσα σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά, έπαιζαν και γελούσαν με αστεία που μόνο αυτές καταλάβαιναν. Τα παιδιά, με τη συγκινητική τους αθωότητα, βρίσκουν κοινό έδαφος εκεί όπου οι ενήλικοι βλέπουμε διαφορές ορθώνοντας φράγματα στην επικοινωνία. Ίσως από την ομαλή συνύπαρξή τους ασχέτως κουλτούρας αξίζει να πάρουμε μαθήματα εμείς οι «νοήμονες» μεγάλοι.
Θεωρείτε πως τα τελευταία χρόνια λόγω των καταιγιστικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων οι κοινωνίες έχουν γίνει λιγότερο ανεκτικές προς το διαφορετικό;
Νομίζω πως δεν τίθεται τόσο ζήτημα ανοχής ή ανεκτικότητας όσο ζήτημα επιφυλακτικότητας και δυσπιστίας. Τα ΜΜΕ, με τον φοβικό τρόπο που παρουσιάζουν –συχνά ελάσσονος σημασίας– γεγονότα, καθώς και με τις διαστάσεις που δίνουν ή με τις υπεραναλύσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα, προκαλούν φοβίες στον πολίτη, οι οποίες με τη σειρά τους δύνανται να πυροδοτήσουν φαινόμενα βίας. Τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε μία πρωτοφανή έξαρση φαινομένων παθογένειας, η κοινωνία πραγματικά νοσεί. Αυτό πρέπει να μας θορυβήσει όλους, κυρίως όμως θα είναι ωφέλιμο να απασχολήσει σοβαρά τους ανθρώπους που καταλαμβάνουν καίρια θεσμικά πόστα και που μπορούν να κάνουν κάτι για να αντιστραφεί η κατάσταση στο άμεσο μέλλον.
Ποια είναι η σχέση των σημερινών παιδιών με το διάβασμα;
Η εξοικείωση ενός παιδιού με την ανάγνωση βιβλίων είθισται να χρεώνεται εν μέρει στο οικογενειακό περιβάλλον, εν μέρει στο σχολικό. Αν σε ένα σπίτι υπάρχει βιβλιοθήκη, αν το παιδί βλέπει τους γονείς να διαβάζουν, υπάρχουν πολύ καλές προοπτικές να υιοθετήσει και το ίδιο φιλαναγνωστική συμπεριφορά, χωρίς βέβαια να είναι δεδομένο. Σε δεύτερο στάδιο, υπεύθυνο για την καλλιέργεια της αγάπης του παιδιού προς το βιβλίο είναι το σχολείο, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει τον ρόλο της οικογένειας ή να αναπληρώσει το κενό – και είμαι σε θέση να γνωρίζω, εκ των έσω, πως στο ελληνικό σχολείο γίνονται θαύματα προς αυτή την κατεύθυνση, είτε με προγράμματα φιλαναγνωσίας είτε με επισκέψεις σε βιβλιοθήκες είτε με εργαστήρια δημιουργικής γραφής που εκπονούνται σε σταθερή βάση.
Δυστυχώς είναι πολλές οι αντίρροπες δυνάμεις με τις οποίες έχει να παλέψει και ο γονιός και ο εκπαιδευτικός, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι, φυσικά, το διαδίκτυο (κινητά-υπολογιστές). Τα παιδιά πλέον έχουν ως προέκταση του χεριού τους το κινητό, ο ελεύθερος χρόνος τους καταλαμβάνεται από την εικόνα, συνεπώς εκ των όντων ο λόγος –και δη ο γραπτός– έρχεται σε δεύτερη (τρίτη, τέταρτη, πέμπτη) μοίρα. Ήρθε και όλο αυτό, τα δύο τελευταία χρόνια, με την καραντίνα, όπου για τα παιδιά παράθυρο στον έξω κόσμο ήταν κατ’ ανάγκη το κινητό, κάτι που οδήγησε σε έναν εθισμό που μοιάζει με εμμονή. Γονείς και εκπαιδευτικοί παλεύουμε να αναστρέψουμε μια κατάσταση που μοιάζει – ελπίζουμε να μην είναι – μη αναστρέψιμη, αλλά με λύπη πρέπει να ομολογήσω πως τα περισσότερα παιδιά βλέπουν το διάβασμα σαν καταναγκαστική εργασία-αγγαρεία.
Βέβαια, τα νέα προγράμματα σπουδών, ειδικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθιερώνοντας τη δημιουργική γραφή ως μόνιμη θεματική στο μάθημα της Λογοτεχνίας, ανοίγουν εξαιρετικές προοπτικές για καλλιέργεια σταθερής φιλαναγνωστικής στάσης στα παιδιά. Και, παρότι φρονώ πως θα μας πάρει χρόνο μέχρι όλη αυτή η προσπάθεια να αποδώσει καρπούς και σίγουρα απαιτεί συντονισμένη συνεργασία γονέων και εκπαιδευτικών, έχω ελπίδες πως θα αποδώσει εξαιρετικά αποτελέσματα. Το κύριο και καίριο είναι τα παιδιά να αγαπήσουν το βιβλίο ως πολιτισμικό αγαθό που μπορεί να συνυπάρχει και να συμπορεύεται αρμονικά με το κινητό και το διαδίκτυο.
Μπορεί η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων να συμβάλει στην μετάδοση αξιών και ιδεών στα παιδιά για έναν καλύτερο κόσμο;
Αν κάτι είναι ικανό, πέρα από τον άνθρωπο-πρότυπο, να συμβάλει στην μετάδοση αξιών και ιδεών στα παιδιά, αυτό είναι σίγουρα το λογοτεχνικό βιβλίο. Το ξέρουμε εμείς που μεγαλώσαμε χωμένοι μέσα στα βιβλία: αξίες, ιδανικά, ενσυναίσθηση, φαντασία, ταξίδια του νου, δημιουργική σκέψη, προβληματισμός κι ακόμη περισσότερα, όλα αυτά καλλιεργούνται και σιγά σιγά βαθαίνουν και καρποφορούν μέσω της επαφής με τη λογοτεχνία.
Αν θέλουμε να έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε σε έναν καλύτερο κόσμο, οφείλουμε να οργώσουμε-σπείρουμε-καλλιεργήσουμε στο παιδί την αγάπη για το λογοτεχνικό βιβλίο. Εδώ, βέβαια, θέλω να προσθέσω πως καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι πρέπει να αποβάλουμε τον δογματισμό μας οι ενήλικες ως προς το τι θεωρούμε εμείς «καλό λογοτεχνικό βιβλίο» (συνηθίζουμε ως «καλή λογοτεχνία» να θεωρούμε αποκλειστικά έργα των κλασικών με τα οποία εμείς μεγαλώσαμε) και να αφουγκραζόμαστε τα θέλω των παιδιών και τα σημεία των καιρών. Εννοώ πως μπορούμε μεν να κατευθύνουμε, σε ένα αρχικό στάδιο, τα παιδιά στο τι θα διαβάσουν, επ’ ουδενί όμως δεν είναι υγιές να τα χειραγωγούμε. Είναι σημαντικό να τα αφήνουμε να διαλέγουν αυτά τα αναγνώσματά τους, ειδάλλως μπορεί να πετύχουμε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκουμε και να φτάσουμε στην απώθηση του παιδιού από το βιβλίο.
Ετοιμάζετε κάτι νέο αυτόν τον καιρό; Ποια είναι τα σχέδια σας για το άμεσο μέλλον;
Ένας γραφιάς – ας μου επιτραπεί ο όρος, τον αγαπώ περισσότερο από το «συγγραφέας» – μόλις «πετάξει» ένα έργο του (συχνά και προτού), έχει ήδη αρχίσει να σκαρώνει το επόμενο ή τα επόμενα. Σχέδια, ωστόσο, προσπαθώ να μην κάνω, γιατί τα σχέδια γεννούν προσδοκίες και οι προσδοκίες φέρνουν απογοητεύσεις. Άλλωστε, όλη αυτή η ανατροπή των τελευταίων δύο ετών με τον κόβιντ και τους εγκλεισμούς απέδειξε πως τα όποια σχέδια μπορούν να αποδειχτούν σαθρά και πως όσα φέρνει η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος. Συνεπώς, κάνω αυτό που αγαπώ, γράφω, γράφω, γράφω, δίχως να κάνω σχέδια.
Τι θα συμβουλεύατε έναν μικρό σας αναγνώστη που θέλει να γίνει συγγραφέας;
Να διαβάζει και να γράφει, να γράφει και να διαβάζει, να έχει πίστη στον εαυτό του και να μη φοβάται τίποτα.
Είστε αισιόδοξη για το μέλλον, δεδομένων όσων συμβαίνουν γύρω μας;
Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, γενικώς. Όσο κι αν συχνά οι άνθρωποι με απογοητεύουν, έχω εμπιστοσύνη στον Άνθρωπο. Με κάποιον μαγικό τρόπο, όλα θα πάνε καλά, λέω.
Σας ευχαριστούμε πολύ!