Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΤΕΚΟΥ



 Αγάπα το ή παράτα το-Yolo-Ζεις μόνο μια φορά




Το πρώτο βιβλίο που έγραψα για εφήβους με τίτλο «αγάπα το ή παράτα το» από τις εκδόσεις Λιβάνη είχε ως κεντρική ιδέα τον σχολικό εκφοβισμό και γεννήθηκε πρωτίστως από την δυσάρεστη εμπειρία μου στο Γυμνάσιο-Λύκειο.
 Οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε εσφαλμένα ότι το bullying είναι  η μάστιγα της εποχής, όμως υπήρχε ανέκαθεν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα.  Είχα θεωρήσει μεγάλη τύχη τότε, θυμάμαι,  ότι είχα περάσει με κλήρωση σε ένα σπουδαίο πρότυπο σχολείο. Δεν φανταζόμουν την σκληρότητα των παιδιών για τον πιο απίθανο λόγο. Αν δεν φορούσες φιρμάτα ρούχα, αν δεν τραβιόσουν στο διπλανό δασάκι για περιπτύξεις με συμμαθητές σου ή με αγόρια από μεγαλύτερη τά ξη (ακόμα καλύτερα), αν δεν ήσουν κάτω του μετρίου μαθητής, ξεσήκωνες τον χλευασμό της μάζας.
Ένα είδος σχολικού εκφοβισμού με τη χρήση σωματικής βίας και απειλών είχε αντιμετωπίσει και ο γιος μου (μαζί και άλλοι φίλοι του από την τάξη) όπως με  θλίψη μου διαπίστωσα, από ένα συμμαθητή του που απολάμβανε την κακοφορμισμένη μαγκιά. 
Μπορεί κανείς στα αλήθεια να ξεχάσει τι συνέβη στον Βαγγέλη Γιακουμάκη ή σε τόσα άλλα παιδιά και νέους με πιο πρόσφατο το παράδειγμα του 15άχρονου από την Αργυρούπολη που αυτοκτόνησε μην αντέχοντας άλλο το μαρτύριο που υπέμενε εξαιτίας κάποιων συμμαθητών του; Όσοι παίρνουν τη ζωή τους γιατί δεν αντέχουν άλλο, δεν το κάνουν ξαφνικά, από την μια ημέρα στην άλλη, παρά δίνουν σημάδια κι όλοι εμείς οφείλουμε να έχουμε μάτια ανοιχτά να τα δούμε έγκαιρα και αυτιά ανοιχτά να αφουγκραστούμε την απόγνωσή τους.
Πολλά τα ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί καθώς προσπαθούσα να εξηγήσω τι κρύβεται πίσω από τις συμπεριφορές των θυτών, αλλά και την αδιαφορία των γονιών και των σχολικών φορέων. Γιατί ο σχολικός εκφοβισμός καλά κρατεί παρά την πνευματική και πολιτισμική μας ανάπτυξη; Γιατί παιδιά παίρνουν ικανοποίηση από τον βασανισμό άλλων παιδιών; Γιατί κανείς (δάσκαλοι, καθηγητές, γονείς, φίλοι και συμμαθητές, κράτος)  δεν ενδιαφέρεται και τίποτα ποτέ δεν αλλάζει όσες εκπομπές και να δούμε στην τηλεόραση, όσα δακρύβρεχτα σχόλια και να διαβάσουμε  ή γράψουμε a posteriori στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Και τελικά, πότε χάσαμε την ανθρωπιά μας;
Να λοιπόν γιατί άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο. Προσπάθησα να βρω και να δώσω εξηγήσεις, να μοιραστώ μέσω των ηρώων μου τα συναισθήματα του θύτη και του θύματος, να εντοπίσω ελαφρυντικά αν υπάρχουν αλλά και να αποδώσω ευθύνες (ασφαλώς όχι ως κριτής των πάντων).


Το δεύτερο βιβλίο μου για νέους με τίτλο «Yolo, Ζεις μονάχα μια φορά» από τις εκδόσεις Ψυχογιός, προέκυψε έπειτα από την κουβέντα που είχα κάνει τυχαία με μια δασκάλα ειδικής αγωγής. Αμέσως σχεδόν δημιουργήθηκε η βασική μου ηρωίδα, η Αλεξάνδρα που σε κάποιο τροχαίο έχασε το πατέρα της και καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Η μοναδική μου επιδίωξη ήταν να καταδείξω, όσο είναι δυνατόν, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη σχολική και γενικότερα στην κοινωνική του ζωή ένας νέος άνθρωπος που είναι ανάπηρος, αλλά κυρίως να πάω κόντρα στην πεσιμιστική διάθεση που μας πιάνει όταν νιώσουμε  ότι η ζωή μας αναποδογυρίζει και τα όνειρά που κάναμε γκρεμίζονται.
Από μικρή που ήμουν, θυμάμαι πόσο ανάγκη είχα να πιστέψω ότι οι δυσκολίες ξεπερνιούνται αρκεί να μην παραιτούμαστε από την προσπάθεια και επίσης, πόσο σπουδαίο είναι να έχεις την αγάπη και την στήριξη των δικών σου ανθρώπων, καθώς σε τροφοδοτούν με ελπίδα και αυτοπεποίθηση και νιώθεις πως σε κάθε αγώνα που θα χρειαστεί να δώσεις, δεν θα είσαι ποτέ μόνος σου.


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2018

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ-ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ο μικρός αδελφός

Όταν ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος έφτασε στην Ελλάδα



-Η ιστορία πίσω από το βιβλίο Ο μικρός αδελφός*

Από τον καιρό που άρχισα να νιώθω τον κόσμο –στα τρία, τέσσερα, πέντε μου χρόνια– η λέξη Μακεδονία σήμαινε για μένα κάτι ανείπωτα ιερό. Ήταν η λατρευτή πατρίδα του Σερραίου πατέρα μου**. Ένας τόπος που μου τον ιστορούσε πανέμορφο μα και πολύπαθο και σπαραγμένο. Μια μάνα γη που είχε αναγκαστεί βίαια να την αποχωριστεί δεκαεφτάχρονος, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ένας από τους 70.000 Έλληνες που αναίτια αιχμαλωτίστηκαν και  σύρθηκαν ως "όμηροι" στη γη των τότε εχθρών μας.
    Τα πάθη του σ’ εκείνη τη φρικτή δίχρονη "ομηρεία" (που ήταν στην ουσία μια βάρβαρη αιχμαλωσία), οι οδυνηρές περιπέτειες των Μακεδόνων, οι κακουχίες που στοίχισαν τη ζωή σε 58.000 από αυτούς και ο τρόπος που κατόρθωσαν να επιζήσουν και να γυρίσουν τελικά στην πατρίδα τους οι 12.000 μονάχα ήταν η αληθινή, συγκλονιστική ιστορία που μας διηγόταν αντί για παραμύθι τα κρύα βράδια της Κατοχής. Ιστορία σκληρή, σε χρόνια σκληρά ενός ακόμα Παγκοσμίου Πολέμου που τυράννησε και σημάδεψε τη δική μας παιδική ηλικία. Το καλό τέλος της ιστορίας του –ο γυρισμός, το αντάμωμα με τους δικούς του, η αρχή μιας νέας ζωής στην Αθήνα– μας έδινε κουράγιο κι ελπίδα ότι και τα δικά μας βάσανα, και ο δικός μας πόλεμος θα τέλειωνε μια μέρα. Από τότε, από κείνα τα κρύα βράδια, χωρίς να ξέρω καν τι θα πει ειρήνη, τι σημαίνει κόσμος χωρίς πόλεμο, αφού το πρώτο που αμυδρά θυμόμουν στη ζωή μου ήταν οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου του ’40, τον πόλεμο τον μίσησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
    Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας μου έφυγε για πάντα, κατάλαβα πως η ιστορία του εκείνη, τα βιώματά του ανταμωμένα με τα δικά μου και η αγάπη του για τη Μακεδονία έμεναν μέσα μου απέθαντα, ολοζώντανα. Και ανάγκη πια ένιωθα να τα γράψω για τα παιδιά μου, για τα παιδιά της Ελλάδας, να μη χαθούν, να μη σβήσουν κάποτε μαζί μου κι αυτά.
    Έτσι έγινε κι έπλασα τον Μικρό αδελφό – «παιδί» μου πνευματικό αλλά και «αδέρφι», αφού στο αφήγημα του πατέρα μου «Σερραίων Ομηρία» στηρίχτηκε και σ’ εκείνα που άκουγα παιδί από το στόμα του. Ως τότε, ελάχιστες ήταν οι φορές που είχα πάει στη Μακεδονία- στις Σέρρες ειδικότερα ήταν μία και μόνη στα μικρά μου χρόνια. Σαν βρέθηκα όμως για δεύτερη φορά εκεί, ο τόπος μού ήταν εφιαλτικά γνωστός.Ήξερα, θαρρείς, από πάντα πού ακριβώς είχαν πέσει οβίδες το 1916. Ήξερα πού ήταν το παλιό Νοσοκομείο των Σερρών, πώς ήταν η πόλη τότε προτού καταστραφεί για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια, πού βρισκόταν του παππού μου το κτήμα, πού απλωνόταν η λίμνη του Αχινού προτού την αποξηράνουν. Ήξερα από ποιο χωματόδρομο είχαν ξεκινήσει οι Σερραίοι όμηροι τον Ιούνιο του 1917 -ήμουν τότε κι εγώ εκεί σίγουρα, είχα πάει κι εγώ με τον πατέρα μου σ’ εκείνη την ομηρία, μόριο μέσα στα σπλάχνα του, στο μυαλό του, στα κόκαλά του. Τα είχα ζήσει, τα είχα δει με τα δικά του τα μάτια όλα εκείνα που έγραφα στο βιβλίο μου. Ωστόσο, με τα δικά μου τα μάτια είχα δει και κάτι ακόμα: την αγάπη για τον συνάνθρωπο και τη λαχτάρα για την ειρήνη. Έτσι, η δική μου ιστορία είχε μέσα της έντονα και τούτα τα δυο τα στοιχεία. 
Η λίμνη του Αχινού
    Στον Μικρό αδελφό δεν ονομάτισα τους τόπους. Αυτό ίσως γεννάει αμφιβολίες αν είναι πράγματι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Τα παιδιά, βέβαια, εύκολα αναγνωρίζουν τη Μακεδονία και τους γείτονές της. Όμως η αλήθεια είναι ότι εκείνο που ήθελα δεν ήταν να τους δώσω ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά να τους μιλήσω παράλληλα χωρίς ωραιοποιήσεις για τον πόλεμο, που όσο αναπόφευκτος κι αν γίνεται κάποτε δεν παύει ποτέ να είναι μια κόλαση.
    Γνήσια ιστορικό ή όχι, γεγονός είναι ότι το βιβλίο είχε μεγάλη απήχηση. Έτσι αισθάνομαι πραγματική συγκίνηση, δέος θα έλεγα, όταν σκέφτομαι ότι το έχουν στη βιβλιοθήκη τους πάνω από 100.000 παιδιά, ως τώρα, στην Ελλάδα και κάμποσες χιλιάδες παιδιά μεταφρασμένο στην Ιαπωνία.
Κι έχω ήσυχη τη συνείδηση, γιατί πιστεύω πως το πνεύμα του βιβλίου δείχνει καθαρά τη γνήσια μακεδονική του ρίζα. Μιλώ για τη ρίζα που έρχεται κατευθείαν από κείνον που η Ιστορία ονόμασε Μέγα, από τον Αλέξανδρο στη στιγμή της ωριμότητας, όταν γεννήθηκε στον νου του η ιδέα μιας παγκόσμιας ειρήνης, και, ως «κοινός ήκειν θεόθεν αρμοστής και διαλλακτής των όλων νομίζων [...] πατρίδα μεν την οικουμένην προσέταξεν ηγείσθαι πάντας, ακρόπολιν δε και φρουράν το στρατόπεδον, συγγενείς δε τους αγαθούς, αλλοφύλους δε τους πονηρούς• το δ’ Ελληνικόν και βαρβαρικόν μη χλαμήδι μηδέ πέλτη μηδ’ ακινάκη μηδέ κάνδυϊ διορίζειν, αλλά το μεν Ελληνικόν αρετή το δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι» όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής Α - 329C-D). Όταν, δηλαδή, πιστεύοντας ότι «ήρθε ως κοινός θεόσταλτος συμφιλιωτής και ειρηνοποιός για όλο τον κόσμο [...] όρισε σε όλους να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη, ακρόπολή τους το στρατόπεδό του, συγγενικούς τους όλους τους καλούς ανθρώπους, και ξένους τους κακούς∙ δεν τους άφηνε να διακρίνουν ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους με βάση τη χλαμύδα και την πέλτη, το σπαθί ή τον μανδύα, αλλά όρισε να διαπιστώνεται το Ελληνικό στοιχείο από την αρετή του και το βαρβαρικό από τη φαυλότητά του" (μετάφρ.: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, ΗΘIΚΑ, τόμος 9, Κάκτος 1995, σελ. 47).
___________


Πρώτη δημοσίευση: www.lotypetrovits.blogspot.com