Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017

ΩΡΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΤO ANYΠΑΚΟΥΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΑΚΙ

ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΠΑΝΑΓΟΥ



 Λίγο πιο μακριά από τον ασφαλτοστρωμένο μεγάλο και μακρύ δρόμο , ήταν ένα καταπράσινο λιβάδι . Γεμάτο από όμορφα δένδρα, που στα κλαδιά τους έκτιζαν τις φωλιές του διάφορα πουλιά. Το χορτάρι πυκνό και όμορφο κεντημένο με τα σκορπισμένα εδώ κι εκεί αγριολούλουδα , φαινόταν σαν ένα πανέμορφο χαλί .Πορτοκαλιές μαργαρίτες ,μοβ και κίτρινες άγριες τουλίπες, ροζ κρινάκια με τα σαν μαχαίρια φύλλα τους, κάτασπρα μοσχομυριστά μανουσάκια έτσι που κάθε άνοιξη ήταν χαρά θεού . Τα ζώα πήγαιναν εκεί για να βοσκήσουν κι όταν τα έβλεπες σκορπισμένα μέσα σε κείνο τον πανέμορφο τόπο ήταν σαν μια φυσική ζωγραφιά.



 Εκεί λοιπόν στο όμορφο λιβάδι, είχαν φτιαγμένη την φωλιά τους πάνω σε ένα ψηλό δένδρο μια οικογένεια από σπουργίτια. Ήταν ο μπαμπάς σπουργίτης ,η μαμά σπουργίτα και τα τέσσερα μικρά σπουργιτάκια που ακόμα πολύ μικρά για να πετούν μοναχά τους. Έτσι οι γονείς τα φρόντιζαν ακόμα φέρνοντας τους φαγητό.
 Όταν έφευγαν από την φωλιά κάθε πρωί ,τα ορμήνευαν να κάθονται φρόνιμα, να καθαρίζουν και ποτέ να μην απομακρύνονται .Ήταν πολύ επικίνδυνο ακόμα ,σαν τα αδύνατα φτερά τους δεν θα μπορούσαν να βοηθήσουν αν κάποιος τα κυνηγούσε. Όπως κανένα γεράκι ,η καμιά γάτα που θα μπορούσαν εύκολα να τα αρπάξουν και να τα σκοτώσουν με τα μεγάλα και γαμψά τους νύχια.
 Τα τρία σπουργιτάκια υπάκουαν στις συμβουλές της μαμάς κι υπομονετικά περίμεναν να μεγαλώσουν, εκτός από τον Ατακτούλη. Το πιο ζωηρό και το πιο άτακτο,που πάντα τσακωνόταν ,η για το φαγητό ότι ήταν πολύ λίγο, ή ότι ήταν πάρα πολύ. Η η γωνίτσα του στην φωλιά δεν ήταν αρκετά μεγάλη και δεν τον χωρούσε έτσι που τσιμπούσε τα αδελφάκια του κι ήθελε να τα ρίξει έξω από την φωλιά . Και δεν φτάνανε όλα τα άλλα τούτες τις τελευταίες ημέρες άρχισε να παρακούει τις εντολές της μαμάς του και άρχισε να πετάει έξω , άδικα τα αδέλφια του τον φοβέριζαν πως θα τον μαρτυρούσαν . 
-Αχ! Θα πω ότι λέτε ψέματα και πάντα είμαι πίσω πριν έρθει η μαμά .Έτσι θα κάνω τον περίπατό μου κι άμα θέλετε ελάτε κι εσείς. Είναι τόσο ωραία εκεί έξω κι έχω βαρεθεί την φωλιά.
 -Μα Ατακτούλη η μαμά είπε να προσέχουμε αν πάθεις τίποτα τότε!
 -Αχ! Τίποτα δεν παθαίνω κι εσείς είσαστε φοβητσιάρηδες ,τσίου ,τσίου ,γεια σας και θα σας δω το μεσημέρι πριν έρθει ο μπαμπάς κι η μαμά. Είπε ξεροκέφαλα ο Ατακτούλης και φρρρρ.... άνοιξε τα φτερά του μπροστά στην απλωσιά του λιβαδιού. Κι ήταν τόσο ωραία τούτη η ξαφνική ελευθερία που τον τρέλανε. Κι εκεί που τις άλλες φορές φτεροκοπούσε μόνο γύρω από την φωλιά τους ,τούτη την φορά 'άρχισε να πετάει πιο μακριά. Από το ένα δένδρο στο άλλο και στο άλλο και στο άλλο ,που χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί στην στέγη ενός σπιτιού που βρισκόταν δίπλα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο.
 Το σπουργιτάκι απόμεινε να τον κοιτάζει έτσι γκρίζο και μακρύ λίγο φοβισμένα Πρώτη φορά που τον έβλεπε. 
-Τσίου τσίου. Τι είναι τούτο το πράγμα μήπως είναι φίδι ;Τότε δεν πρέπει να πάω κοντά του και με αρπάξει κι η μαμά είπε πρέπει να προσέχουμε από τα φίδια ,σκέφθηκε σαν θυμήθηκε για πρώτη φορά τις συμβουλές της μαμάς του.
 Αν και φοβόταν λίγο, από την άλλη ήθελε και να δει τούτη την άγνωστη μεριά του λιβαδιού καθώς όλος ο τόπος μπροστά από κείνο το πρώτο σπίτι ήταν σπαρμένος κι από άλλα, πελώρια σπίτια με κόκκινες , πράσινες και γαλάζιες σκεπές. Οι αυλές περιποιημένες που λες και σκεπάζονταν με καταπράσινο χαλί. Πολύ πιο ωραίο από τα χόρτα στο λιβάδι ,που άλλα ήταν ψηλά κι άλλα κοντά ενώ τούτο ήταν τόσο ίσιο. Επίσης στις άκρες ήταν πολύ ωραία και χρωματιστά λουλούδια που λες και τού φώναζαν να πάει κοντά τους. Έτσι ξεχνώντας τον φόβο του για το φανταστικό πελώριο φίδι του δρόμου, άρχισε τώρα να πετάει από αυλή σε αυλή. Θα είχε περάσει και πέντε έξι σπίτια όταν απέναντι τράβηξε την προσοχή του ένα άλλο παράξενο σπίτι. Αυτό δεν είχε αυλή με λουλούδια μπροστά ,μόνο κάτι παράξενα μεγάλα και χρωματιστά κουτιά που είχαν τέσσερα στρογγυλά λάστιχα και που με μεγάλη ταχύτητα έρχονταν κι έφευγαν κι έτρεχαν πάνω από το μεγάλο γκρίζο φίδι του δρόμου. Και κείνο το φίδι τόσο παράξενο εξακολουθούσε να μένει εκεί ακίνητο και δεν παραμέριζε.



 Μπροστά λοιπόν από το παράξενο κείνο σπίτι, που όλη την ώρα οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν από την πόρτα του φορτωμένοι με τσάντες γεμάτες από ψώνια , υπήρχαν κάτι πολύχρωμοι μικροί ήλιοι,βαλμένοι στην σειρά από την μιά μεριά μέχρι την άλλη ,μα που η λάμψη τους δεν σου θάμπωνε τα μάτια όπως τον μεγάλο ήλιο που γνώριζε μέχρι τότε. Κι ήταν πράσινοι , κίτρινοι , γαλάζιοι και κόκκινοι με πολλά άλλα χρώματα , που τον τραβούσαν σαν μαγνήτης να πάει κοντά τους. Να δεις που τα αδέλφια του θα έμεναν με ανοικτό το στόμα όταν θα τους έλεγε για όλα τούτα τα παράξενα που είδε και σίγουρα θα ζήλευαν κιόλας, σκέφθηκε και τίναξε ευχαριστημένο τις μικρές του φτερούγες και χωρίς να σκέφτεται καθόλου αν ήταν σωστό . Το άταχτο ανυπάκουο σπουργιτάκι δεν το δίστασε και πολύ. Άνοιξε πάλι τα φτερά του και φρρρρ....φρρρρ....άρχισε να πετάει για να συναντήσει από κοντά τούτους τους αλλιώτικους ήλιους. Κι έτσι που πήρε φόρα στο πέταγμά του αντί να σταματήσει μπροστά στους ήλιους μπήκε κατευθείαν μέσα στην μεγάλη πόρτα που ήταν ανοικτή .και με την ταχύτητα που πήγαινε κτύπησε με φόρα στον απέναντι καθρέφτη, που τον ζάλισε με αποτέλεσμα να πέσει πάνω από το ψυγείο .Την ίδια στιγμή ένα αγόρι άρχισε να ξεφωνίζει στην μαμά του που βοηθούσε τους ανθρώπους μπροστά της. 
-Μαμά ….μαμάα.. ένα πουλάκι !Έχει πέσει πάνω από το ψυγείο .Μπορείς να μου το πιάσεις σε παρακαλώ! 
-Να στο πιάσω εγώ !Φωνάζει ένας πανύψηλος άνδρας και με μεγάλα βήματα προχώρησε κι άπλωσε τις χερούκλες του να πιάσει τον Ατακτούλη που κουνούσε το κεφαλάκι του να ξεζαλιστεί . Συνήλθε λίγο και την ώρα που άπλωσε το χέρι του ο άλλος φρ.... δίνει μιά και του ξεφεύγει για να βγει και πάλι έξω καθώς τώρα μόνο κατάλαβε ότι την είχε πολύ -πολύ άσκημα. Τι θα γίνει αν τον έπιαναν ; Δυστυχώς τα πράγματα ήταν τώρα πολύ δύσκολα για το ανυπάκουο σπουργιτάκι μας Δεν μπορούσε να βγει από την πόρτα που μπήκε, όσο κι αν προσπάθησε . Φτεροκοπούσε ένα γύρω αλλά πάντα μπροστά του βρισκόταν ο τοίχος που το εμπόδιζε και το κυνηγητό συνεχιζόταν ,μέχρι που τα αδύνατα φτερά του κατακουρασμένα δεν μπορούσαν να πετάξουν πια κι οι μεγάλες χερούκλες το γράπωσαν στο . 
Το σπουργιτάκι έκλεισε τα μάτια του απελπισμένο και περίμενε (δεν ήξερε κι αυτό τι!)σίγουρα την καταδίκη του σε θάνατο και μετανιωμένο που δεν άκουσε την μαμά του. Σε λίγο η μεγάλη χερούκλα το έβαλε απαλά στο χεράκι του μικρού που κρατούσε ένα χρωματιστό κλουβί με ανοικτή την πορτούλα του. 
Από τον φόβο του λιποθύμησε με την σκέψη “γιατί δεν υπάκουσε την μαμά του” Ποιος ξέρει τι θα πάθαινε ακόμα για την ανυπακοή του. 
 'Όταν ξύπνησε βρέθηκε στο κλουβί που ο μικρός το είχε κρεμάσει στην βεράντα κι από κάτω βρίσκονταν πολλές γλάστρες με λουλούδια που τα έβλεπε από το φως της ανοικτής πόρτας του μπαλκονιού. 'Έξω είχε βραδιάσει τώρα και όλα ήταν σκοτεινά αλλά το σπουργιτάκι μας τελείως ξύπνιο ,έπειτα από την λιποθυμία του, 
 Να σκέφτεται πώς να ξεφύγει από τα σύρματα που τον είχαν φυλακισμένο. Άρχισε να φτεροκοπά από την μιά μεριά του κλουβιού μέχρι την άλλη, αλλά τα σύρματα δεν έσπαζαν και το μόνο που κατόρθωσε ήταν να ματώσει τα φτερά του, όμως δεν το έβαζε κάτω και συνέχισε την προσπάθεια μέχρι που κατάλαβε ότι τίποτα δεν μπορούσε να κάνει .Και δεν έφτανε η απελπισία του όταν ένας καινούργιος κίνδυνος παρουσιάστηκε. Ήταν μιά πελώρια γάτα που άρχισε να τριγυρίζει το κλουβί και το σπουργιτάκι μας πάγωσε από τον φόβο του, όταν η γάτα προσπάθησε να τον γραπώσει με τα γαμψά της νύχια . Νόμισε ότι αυτό θα ήταν το τέλος όταν το πόδι της πέρασε ανάμεσα από τα σύρματα που σχεδόν τον έφτανε. Μόνο λίγα εκατοστά τούς χώριζαν . 
Τραβήχτηκε στην άλλη άκρη για να ξεφύγει κι άρχισε να τσιρίζει δυνατά.


 -Τσίουου...τσίουυυ ...Βοήθειαα... βοήθειααα...και να αποτραβιέται πάλι στην άλλη πλευρά και στην άλλη σαν το κυνηγητό συνεχιζόταν κι η γάτα έπαιζε μαζί με τον φόβο του, σαν ...την γάτα με το ποντίκι. Μόνο εδώ ήταν.... “Η γάτα και το σπουργίτι”.
 Συνέχισε να τσιρίζει πιο δυνατά , τόσο που ο μικρός μέσα άκουσε τις φωνές με τα τσίου -τσίου και βγήκε για να δει τι συμβαίνει Βλέποντας το κυνηγητό ήρθε κοντά στο κλουβί και θυμωμένα έβαλε τις φωνές άγρια . 
-Ψιψίνααα δεν σου είπα να μην μου πειράξεις το πουλάκι .πήγαινε να φας το φαγητό σου πριν σε δείρω!είπε αυστηρά και δίνοντας της ένα χαστούκι την τράβηξε απ 'την φουντωτή της ουρά με δύναμη και την έριξε πιο πέρα. Η γάτα μουτρωμένη κι απειλώντας τον μ'ένα “νιάρρρ....θα σε πιάσω την άλλη φορά ,”έφυγε για να μην την δείρουν ενώ το σπουργιτάκι μας προσπαθούσε να ησυχάσει την καρδούλα του που κτυπούσε ακόμα με τρόμο.τακ- τουκ, τακ-τούκ σαν το ταμ -ταμ των μαύρων της ζούγκλας.
 Ο μικρός έβαλε τώρα το χέρι του στο κλουβί και πήρε απαλά τον Ατακτούλη. Γέμισε την άλλη χούφτα του με σπόρους και τους έβαλε μπροστά στο ράμφος του.
 -Ελα πουλάκι μου τς..τς ..τς. Πάρε να φας . Να ξέρεις θέλω να γίνουμε φίλοι οι δυό μας του είπε γλυκά, μα ο Ατακτούλης έκλεισε σφικτά το στόμα και τον κοίταζε με πονεμένα τα ματάκια του,που ο μικρός τον ρώτησε.
 -Δεν θέλεις να γίνουμε φίλοι;Τι θέλεις λοιπόν;
 -Τσίου..θέλω να πάω στην φωλιά μου ..ου. Στα αδελφάκια μου και στην ...μαμά μου...είπε με δάκρυα στα μάτια και τόσο μετανιωμένος .Αχ!γιατί να μην ακούσει την μαμά του!
 -Εντάξει λοιπόν αφού αυτό θέλεις είπε τέλος ο μικρός. Αύριο με την αυγούλα του ήλιου θα σε πάρω στην άκρη του κήπου για να πας στην δική σου φωλιά. 
-Τσίου .. Γιούπι... Σ,ευχαριστώ καλέ μου φίλε και ποτέ μα ποτέ δεν θα παρακούσω ξανά την μαμά μου είπε ο Ατακτούλης , και με την καρδιά του ανάλαφρη στην σκέψη ότι θα βρισκόταν και πάλι στην ασφάλεια της φωλιάς του , άρχισε να τρώει με όρεξη τους σπόρους που κράταγε ακόμα ο καινούργιος του φίλος. 

 Τέλος.

 Όνομα συγγραφέως:mrs Μαρούλλα Παναγου τηλ.0027795817056 email maroulla.panagou@gmail.com

1 σχόλιο: